24 ΙΟΥΝΗ 2022

Για το μ-λ κίνημα και την πάλη ενάντια στο ρεβιζιονισμό

Συντρόφισσες και σύντροφοι,

Η ιστορική πείρα του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος μας έχει δώσει μέχρι σήμερα τρία δεδομένα:

  1. Το προλεταριάτο με την καθοδήγηση του επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος μπορεί να κάνει την επανάσταση, μπορεί να νικήσει την αστική τάξη, μπορεί να την ανατρέψει.

  2. Όχι μόνο μπορεί να κάνει την επανάσταση, αλλά μπορεί να κρατήσει την εξουσία και να προχωρήσει στην οικοδόμηση της δικιάς του κοινωνίας, το σοσιαλισμό.

  3. Αυτή η πορεία προς το σοσιαλισμό δεν είναι μονοσήμαντη, εμπεριέχει τη δυνατότητα της αντίστροφης κατεύθυνσης και της παλινόρθωσης του καπιταλισμού

Σ’ αυτό το τρίτο «δεδομένο» βρισκόμαστε εδώ και 65 χρόνια. Στην περίοδο δηλαδή που έχει σηματοδοτηθεί από την επικράτηση του ρεβιζιονισμού στο 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956, σαν πολιτική έκφραση εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων που αναδείχθηκαν μέσα από τους κόλπους της σοσιαλιστικής κοινωνίας, στον τομέα της οικονομίας, το κράτος και το κόμμα, που ήδη από πιο μπροστά είχαν αναγνωρίσει στο δικό τους κοινωνικό στρώμα ξεχωριστά και αντιπαραθετικά με το προλεταριάτο συμφέροντα. Πρόκειται για μια δραματική εξέλιξη που ολοκληρώθηκε με τις ανατροπές του 1989-1991, και «απελευθέρωσε» τις δυνάμεις του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού ώστε να εξαπολύσουν μια στρατηγικού χαρακτήρα επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη και τους λαούς.

Δεν ήταν μια στιγμιαία εξέλιξη, είχε την πορεία της και στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο και ενόσω ήταν στη ζωή ο Στάλιν, και, με πιο γρήγορους ρυθμούς, μετά το θάνατο του, από το 1953 ως το 1956. Η διερεύνηση των όρων ανάδειξης αυτού του κοινωνικού στρώματος, η ερμηνεία δηλαδή της παλινόρθωσης, όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει σαν οργάνωση, είναι ο εκ των ων ουκ άνευ όρος για την ανασύσταση του κομμουνιστικού κινήματος σήμερα. Θεωρώ ότι έχουμε κάνει αρκετά σοβαρά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, κάποια συμπεράσματα θα μπουν στη συζήτηση από επόμενους ομιλητές.

Όσον αφορά τώρα την πολιτική επικράτηση των νέων αστικών στοιχείων, δηλαδή του ρεβιζιονισμού, μπαίνει ένα ερώτημα εάν υπήρξε και τι έκανε η κομμουνιστική τάση μέσα στα στελέχη του ΚΚΣΕ. Το ότι υπήρξε είναι γεγονός. Σε ηγετικό επίπεδο εκφράστηκε από την λεγόμενη ομάδα Μολότοφ-Μαλένκωφ-Γκαγκάνοβιτς, ενώ επίσης είναι γεγονός ότι η ομάδα Χρουστσόφ αναγκάστηκε να προχωρήσει σε μαζικές διαγραφές κομματικών στελεχών για να μπορέσει να ολοκληρώσει την κυριαρχία της. Όμως τα στελέχη της αριστεράς φαίνεται ότι δεν κατανόησαν, ούτε αντιτάχθηκαν από την αρχή (την κρίσιμη περίοδο 1953-1956) στην κριτική που έκανε η ομάδα Χρουστσόφ στον Στάλιν. Όταν το αντιλήφθηκαν και προσπάθησαν να κινηθούν το 1957, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα τανκς του Ζούκωφ και στη συνέχεια «όδευσαν» προς τη Σιβηρία.

Βεβαίως το βασικό ζήτημα δεν είναι το πότε αντιλήφθηκαν, αλλά το τι ακριβώς «αντιλήφθηκαν» για το περιεχόμενο της ρεβιζιονιστικής στροφής και για το ποιο ζήτημα αναδεικνυόταν στη ΣΕ και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Και επομένως, το ζήτημα είναι, αν αυτά τα στελέχη της αριστεράς είχαν τα πολιτικά και ιδεολογικά δεδομένα (που φαίνεται δεν τα είχαν) αλλά και αν υπήρχαν οι όροι σε κομματικό και κοινωνικό επίπεδο (που μάλλον ούτε αυτοί υπήρχαν) για να απαντηθούν οι φορείς της παλινόρθωσης όχι με όρους πολιτικής αντιπαράθεσης μέσα στα κομματικά όργανα, αλλά με όρους ταξικής πάλης. Φυσικά, αν έστω από την αρχή στεκόταν αποφασιστικά απέναντι στη ρεβιζιονιστική ομάδα, αυτό θα έδινε άλλα όπλα τόσο στον Μάο και σε άλλους κομμουνιστές ηγέτες, όσο και στα εκατομμύρια των κομμουνιστών σε όλο τον κόσμο και την πάλη τους.

Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι και η αντίδραση του Μάο και του ΚΕΑ δεν εκδηλώθηκε πριν ή κατά τη διάρκεια του 20ο Συνέδριο. Η κριτική αν και όχι ανοιχτή, πάντως αρκετά σαφής, ξεκινάει μετά το 20ο Συνέδριο, από τα τέλη του 1956 αρχές 1957 κυρίως ως προς το «ζήτημα Στάλιν». Η κινέζικη ηγεσία που έκαμνε ουσιαστική κριτική για κάποια (σοβαρά κατά τη γνώμη της) θεωρητικά και πολιτικά λάθη του Στάλιν, γρήγορα αντιλήφθηκε ότι η συνολική απόρριψη του από τη σοβιετική ηγεσία ήταν απλώς το μέσο για τη στροφή στο ρεβιζιονισμό. Τα πρώτα χρόνια η αντιπαράθεση κρατήθηκε στο εσωτερικό του κινήματος, ο Μάο δεν επεδίωκε τη ρήξη και προωθούσε τη γραμμή της ενότητας και πάλης με το ΚΚΣΕ. Αυτή η γραμμή αρχίζει να εγκαταλείπεται από το 1961, ενώ η ουσιαστική πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση ξεκινάει το 1963.

Τα βασικά ζητήματα που αναδείχθηκαν σ’ αυτή την αντιπαράθεση, εκτός από το ζήτημα Στάλιν, είναι:

  1. Το ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό σαν κεντρική γραμμή του κομμουνιστικού κινήματος. Επί της ουσίας έμπαινε το γνωστό ερώτημα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση». Το ερώτημα αφορά το ρόλο του αστικού κράτους και τη δυνατότητα εκδημοκρατισμού του, το ρόλο των αστικών θεσμών γενικά, την παρέμβαση σ’ αυτούς και τη μετατροπή τους σε λαϊκούς θεσμούς, το ρόλο του κοινοβουλίου και της κοινοβουλευτικής δράσης, το εύρος και το περιεχόμενο των μεταρρυθμίσεων σαν σκαλοπάτια αλλαγής του κοινωνικού καθεστώτος, τη σχέση και τη συνεργασία των κομμουνιστικών κομμάτων με τα διάφορα τμήματα των αστικών τάξεων. Όλα δηλαδή τα ζητήματα που κι εμείς αντιμετωπίσαμε και αντιμετωπίζουμε με τον εγχώριο ρεφορμισμό, τόσο παλιά της ΕΔΑ και του ΚΚΕεσ, όσο και του «ορθόδοξου» του ΚΚΕ. Ζητήματα που αναδείκνυαν την άρνηση, από το νέο ρεβιζιονιστικό ρεύμα, της ανατροπής του καπιταλισμού και την υποταγή στο κεφάλαιο. Μια τέτοια γραμμή ήταν φυσικό να ξεπηδά από μια νέα αστική τάξη, η οποία μάλιστα επεδίωκε εκείνη την περίοδο να δώσει τα σχετικά πιστοποιητικά προς το δυτικό κεφάλαιο, ενώ αργότερα επί Μπρέζνιεφ, επεδίωκε όχι την ανατροπή αλλά την αλλαγή πορείας προς το μέρος της, των διαφόρων αστικών τάξεων.

  2. Η ειρηνική συνύπαρξη σαν γενική γραμμή της εξωτερικής πολιτικής των σοσιαλιστικών χωρών, εδώ μπαίνει το ζήτημα αν θα έχουμε «ανειρήνευτη αντίθεση με τον ιμπεριαλισμό, προλεταριακό διεθνισμό και υποστήριξη των επαναστατικών κινημάτων, ή άμιλλα και συνεργασία μαζί του και υποταγή των λαών στους ιμπεριαλιστές». Αυτό που υποστήριζαν οι ρεβιζιονιστές ήταν ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να δείξει την υπεροχή του μέσα από μια σχέση άμιλλας και συνεργασίας με τις ιμπεριαλιστικές χώρες, να κερδίσει μόνιμες διευθετήσεις που θα εξασφαλίζουν σταθερό ειρηνικό περιβάλλον, ευνοϊκό και για τα εθνικοαπελευθεροτικά κινήματα, που φυσικά θα πρέπει να σεβαστούν αυτές τις διευθετήσεις. Η νέα αστική τάξη της ΣΕ αναζητά αποδοχή από το ιμπεριαλιστικό σύστημα και χώρο δράσης μέσα από τη συνδιαλλαγή μαζί του, μέχρις ότου περάσει στο σοσιαλιμπεριαλιστικό της στάδιο.

  3. Το «κράτος όλου του λαού» σε αντικατάσταση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Στην ουσία το κράτος της ΝΑΤ, αφού η έννοια του κράτους είναι συνυφασμένη με την ύπαρξη τάξεων και ταξικών αντιθέσεων και το μόνο κράτος που χρειάζεται το προλεταριάτο σε μια ολόκληρη ιστορική περίοδο μέχρι της αταξική κοινωνία είναι το κράτος της δικτατορίας του.

  4. Το «κόμμα όλου του λαού» σε αντίθεση με το προλεταριακό κόμμα. Δηλαδή ο ιδεολογικός και πολιτικός αφοπλισμός του προλεταριάτου που οδηγεί σε ισχυροποίηση της ΝΑΤ και ευνοεί το δρόμο της παλινόρθωσης.

Το βασικό ντοκουμέντο με το οποίο για πρώτη φορά το ΚΚ Κίνας κάνει συνολική αντιπαράθεση στον Χρουστσοφικό ρεβιζιονισμό, εγκαινιάζει τη ρήξη μαζί του, υπερασπίζεται τις μ-λ θέσεις και απόψεις και δίνει γραμμή στο διεθνές μαρξιστικό λενινιστικό κίνημα, εξηγώντας το δρόμο που πήρε η ΣΕ, είναι επιστολή που έστειλε η ΚΕ του ΚΚ Κίνας προς την ΚΕ του ΚΚ ΕΣΣΔ στις 14 Ιούνη του 1963, το γνωστό γράμμα από 25 σημεία.

Ακολουθεί το 1964 η έκκληση του Μάο για τη συγκρότηση μ- λ κομμάτων και οργανώσεων σε όλο τον κόσμο. Η έκκληση αυτή δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, δεκάδες χιλιάδες κομμουνιστές έδιναν τη μάχη ενάντια στον σοβιετικό ρεβιζιονισμό, στη γραμμή του 20ου και την καταγγελία του Στάλιν, αλλά και στον «δικό» τους -εντός των κομμάτων τους- ρεβιζιονισμό.

Η ΜΠΠΕ, που ξεκίνησε στα τέλη του 1965 συγκλόνισε εργατικές και νεολαιίστικες μάζες παντού στον κόσμο και δημιούργησε ένα θετικό ρεύμα προβληματισμού και αντιπαράθεσης με τον σοβιετικό ρεβιζιονισμό, ο οποίος είχε μπει πλέον στη φάση του σοσιαλιμπεριαλισμού αποκαλύπτοντας ακόμη πιο πολύ τα χαρακτηριστικά του. Μολονότι αυτό το ρεύμα δεν μπόρεσε να αξιοποιηθεί από το μ-λ κίνημα, είναι γεγονός ότι μαζί με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που έδιναν σοβαρά χτυπήματα στον ιμπεριαλισμό, δημιουργούσαν ένα ευνοϊκό περιβάλλον.

Η δεκαετία του 1960 λοιπόν έδινε ελπίδες για την οικοδόμηση ενός ρωμαλέου κομμουνιστικού κινήματος. Η ροή των πραγμάτων όμως άλλαξε την επόμενη δεκαετία. Η θεωρία των τριών κόσμων το 1973 και τα ανοίγματα της Κίνας προς τη Δύση, η καταγγελία του Μάο από τον Εμβέρ Χότζα και πάνω απ’ όλα η παλινόρθωση στην Κίνα και το μπλοκάρισμα της Αλβανίας ανέδειξαν αδιέξοδα και πραγματικά προβλήματα που προϋπήρχαν με αποτέλεσμα το φυλλορρόημα και τη διάλυση των περισσοτέρων μ-λ οργανώσεων και κομμάτων.

Θα μπορούσαν τα πράγματα να πάνε αλλιώς; Θα μπορούσε ο Μολότοφ, ο Μαλένκοφ κλπ να αντιδράσουν πιο γρήγορα στο Χρουστσόφ; Θα μπορούσε ο Μάο να συγκρουστεί πιο άμεσα και πιο αποφασιστικά με το χρουστσοφικό ρεβιζιονισμό; Προφανώς και θα μπορούσαν να γίνουν κάποια πράγματα διαφορετικά και να έχουμε διαφορετικά αποτελέσματα. Σε ποιο βαθμό και σε ποια ποιότητα δεν μπορεί κανείς να το ξέρει και δεν έχει νόημα να προχωρήσει σε εικασίες. Η ιστορία δεν ξαναγράφεται. Συνέβη και έδωσε τα αποτελέσματα που έδωσε. Συνέβη λίγο πολύ με τους όρους και τα δεδομένα, ιδεολογικά και πολιτικά που είχε παράξει το κομμουνιστικό κίνημα μέχρι τότε. Ας τα δούμε πιο συγκεκριμένα:

Ας ξεκινήσουμε με αυτή καθεαυτή τη ρήξη με τον ρεβιζιονισμό που έκανε ο Μάο και το ΚΚ Κίνας, το κόμμα εκείνο που είχε και την μεγαλύτερη ευθύνη για την αντιμετώπιση του. Η ρήξη λοιπόν αυτή δεν ήταν ούτε έγκαιρη, ούτε ολοκληρωμένη. Κατ’ αρχάς έγινε επτά χρόνια μετά την επικράτηση του ρεβιζιονισμού στη ΣΕ, οπότε η κατάσταση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα είχε ήδη διαμορφωθεί.

Επιπλέον, ο τρόπος που γίνεται η αντιπαράθεση στο διεθνή χώρο βρίσκεται πολύ πίσω από το ύψος και τις απαιτήσεις ενός τέτοιου γιγάντιου καθήκοντος, όπως είναι η ανασυγκρότηση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Μια σύγκριση με την περίοδο που ο Λένιν συγκροτούσε το 3οδιεθνηστικό κομμουνιστικό κίνημα μπορεί να δώσει το μέτρο των προσπαθειών και των ευθυνών που έπρεπε να αναληφθούν (το αναφέρουμε χωρίς καμία διάθεση ευθείας αναλογίας των δύο περιόδων). Η ευθύνη για ένα τέτοιο καθήκον είναι προφανές ότι έπεφτε στις πλάτες κυρίως του Μάο και του ΚΚΚ. Ο Μάο είχε κατανοήσει σε βάθος το ζήτημα της ρεβιζιονιστικής στροφής, όπως και το ζήτημα της παλινόρθωσης. Ήταν άλλωστε κάτι που και ο ίδιος αντιμετώπιζε στο εσωτερικό του με τη δεξιά γραμμή στο κόμμα, του Λιού Σιάο Σι και Τεγκ Σια Πιγκ. Ήταν κάτι που όχι μόνο θεωρητικά είχε κατανοήσει αλλά και που λίγο αργότερα, στα τέλη του 1965, πρακτικά αντιμετώπισε καθοδηγώντας την ΜΠΠΕ.

Αυτό που μπορούμε να σημειώσουμε είναι ότι την ίδια περίοδο στην Κίνα προετοιμάζονται και εξαπολύονται τα μεγάλα κινήματα με το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός που έκφραζαν τη θέληση του ΚΚ Κίνας να προχωρήσει στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Παράλληλα όμως στη 10η ολομέλεια της ΚΕ το 1962, και παρά το ότι έγιναν αποδεκτές οι απόψεις του Μάο για το χαρακτήρα του ρεβιζιονισμού, για την αρνητική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου στη ΣΕ και για τα μέτρα που έπρεπε να παρθούν για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην Κίνα, η ουσιαστική καθοδήγηση του κόμματος περνάει στα χέρια της δεξιάς τάσης. Χωρίς να θέλουμε να αποδώσουμε τα όσα δεν έγιναν από την πλευρά του ΚΚ Κίνας για την οικοδόμηση του διεθνούς μ-λ κινήματος στην υπονομευτική στάση της δεξιάς, σημειώνουμε τα παραπάνω για να γίνει κατανοητό μέσα σε πιο πλαίσιο στον διεθνή και στον εσωτερικό χώρο έπρεπε να δράσει και να πάρει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες και ευθύνες ο Μάο και η αριστερά στην Κίνα.

Σε κάθε περίπτωση, στο επίπεδο του παγκόσμιου μαρξιστικού λενινιστικού κινήματος η ρεβιζιονιστική στροφή δεν τέθηκε με τους όρους των πραγματικών απαιτήσεων. Δηλαδή με την ερμηνεία της παλινόρθωσης μέσα από την κριτική αποτίμηση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη ΕΣΣΔ και το πέρασμα αυτών των συμπερασμάτων στην ανασύσταση του κομμουνιστικού μαρξιστικού λενινιστικού κινήματος. Με την παραδοχή ότι ο κύκλος του κομμουνιστικού κινήματος που είχε ανοίξει με την Οκτωβριανή Επανάσταση είχε «κλείσει», και ότι οι κομμουνιστές όφειλαν να ανοίξουν το δρόμο για τον νέο κύκλο μέσα από την κριτική αποτίμηση του, την εξαγωγή των ανάλογων συμπερασμάτων και των αντίστοιχων θεωρητικών επεξεργασιών και πολιτικών πρακτικών.

Οι συνεχείς νίκες του κομμουνιστικού κινήματος, ξεκινώντας από την Οκτωβριανή επανάσταση και συνεχίζοντας με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, την αντιφασιστική νίκη, τη συγκρότηση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και την επανάσταση στην Κίνα το 1949, έδωσαν την αίσθηση σε μεγάλα τμήματα της κομμουνιστικής πρωτοπορίας ότι τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στην ορμητική προώθηση του νέου κόσμου, ότι η πορεία του σοσιαλισμού είναι ανεπίστρεπτη. Έτσι όταν έγινε κατανοητή η ρεβιζιονιστική στροφή, και ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, η τάση που κυριάρχησε μέσα στο αντιρεβιζιονιστικό ρεύμα απλώς επεδίωκε την επαναφορά του κομμουνιστικού κινήματος στην «προτεραία του θέση». Στην επαναθεμελίωση της επαναστατικής πορείας των κομμουνιστικών κομμάτων με τα δεδομένα της σταλινικής 3οδιεθνιστικής περιόδου. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση πράγματι κινήθηκαν πλατιές μάζες κομμουνιστών και στελεχών σε όλα τα κόμματα. Υπερασπίστηκαν το έργο του Στάλιν και την επαναστατική του γραμμή, αντιστάθηκαν στη γραμμή του ειρηνικού περάσματος και της συνεργασίας με τις αστικές δυνάμεις. Τα μέχρι τότε δεδομένα του κομμουνιστικού κινήματος εκεί τους οδηγούσαν. Όμως αυτό δεν αρκούσε, δεν αντιμετώπιζε τα προβλήματα που είχαν αναδειχθεί, δεν μπορούσε να δώσει απαντήσεις, δεν μπορούσε να ανοίξει νέους δρόμους. Αργότερα με τα ζητήματα που έβαλε ανοιχτά πλέον το ΚΚΚ (αντιθέσεις στο σοσιαλισμό, ταξική πάλη κλπ) και η ΜΠΠΕ, έγινε κατανοητό -σε ποια έκταση και σε ποιο βαθμό είναι ένα ζήτημα- ότι το χθες δεν ξαναγίνεται. Να σημειώσουμε ότι τέτοιου είδους και εύρους προβληματισμοί και προσεγγίσεις δεν ήταν ξένοι και σε αρκετά στελέχη διαφόρων κομμουνιστικών κομμάτων, χωρίς όμως αυτά να μπορούν να διαμορφώσουν μια άλλη κατάσταση.

Να σημειώσουμε επίσης ότι στον αντίποδα της τάσης της «επιστροφής στο χθες» αναπτύχθηκε η τάση «διαγραφής του χθες», του παλιού, του 3οδιεθνιστικού, και η αναγόρευση του Μάο και της ΜΠΠΕ σε μοναδικές αλήθειες, που χαράζουν με απόλυτο τρόπο και μάλιστα με τη μέθοδο της αντιγραφής, τους νέους δρόμους του κινήματος. Η ΜΠΠΕ δεν ήταν απλώς ένα τεράστιο κίνημα μαζών, ήταν η εφαρμογή στην πράξη των θεωρητικών επεξεργασιών του Μάο για τη συνέχιση της επανάστασης σε συνθήκες δικτατορίας του προλεταριάτου. Προσέγγισε και έδωσε απαντήσεις σε πολλά θεωρητικά ζητήματα του μαρξισμού λενινισμού και αποτέλεσε πηγή έμπνευση μαζικών κινημάτων σε όλο τον κόσμο.

Δεν ήταν όμως και θα μπορούσε να είναι «η γενική γραμμή» του μ-λ κινήματος που τη δεκαετία του 60 έκανε τα πρώτα του βήματα, αν και έδινε στοιχεία που μπορούσαν να μελετηθούν και να αξιοποιηθούν από τις μ-λ οργανώσεις. Σε γενικές γραμμές όμως οι μ-λ οργανώσεις δεν επεξεργάστηκαν, δεν αφομοίωσαν και δεν «γείωσαν» στην πραγματικότητα της χώρας τους τα συμπεράσματα της ΜΠΠΕ, την αντίληψη «να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις», την «πολιτική στο τιμόνι», το ρόλο των μαζών κ.α. Δεν μπόρεσαν να δώσουν ολοκληρωμένη εικόνα για το που θέλουν να οδηγήσουν τα πράγματα και να συνδεθούν στενά με την εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες. Στην πλειονότητα τους οι ηγεσίες τους δεν ανταποκρίθηκαν στο μεγάλο καθήκον της ανασύστασης του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα τους (καθόλου παράξενο, αν αναλογιστούμε σήμερα το μέγεθος της ευθύνης). Αν λοιπόν η υπόθεση του μ-λ κινήματος δεν προχώρησε πέρα από τα γνωστά πλαίσια δεν ήταν από έλλειψη δυνάμεων. Χιλιάδες και χιλιάδες αγωνιστές εντάχθηκαν στις τάξεις του και πάλεψαν μέσα από αυτές. Οι περιορισμοί τέθηκαν στο θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο και όχι μόνο από τη γενική τους άποψη, αλλά και από την άποψη των άμεσων πολιτικών επιλογών.

Συντρόφισσες και σύντροφοι

Όλα τα παραπάνω δε λέγονται για να υποβαθμίσουμε το μ-λ κίνημα και την προσφορά του. Αντιθέτως! Οι κομμουνιστές, οι μαρξιστές λενινιστές σε όλο τον κόσμο δεν υπέκυψαν μπροστά στην επέλαση του ρεβιζιονισμού, που ας σημειώσουμε πήρε στα χέρια του την πρώτη χώρα του σοσιαλισμού. Έδωσαν έναν τεράστιο αγώνα ενάντια του, υπερασπιζόμενοι το κομμουνιστικό 3οδιεθνιστικό κίνημα, όπως θεμελιώθηκε από το Λένιν και το Στάλιν, του οποίου αποτέλεσαν συνέχεια. Το μ-λ κίνημα είναι σήμερα η μοναδική αναφορά για την περίοδο εκείνη των κομμουνιστών που θέλουν να προχωρήσουν, να κάνουν παραπέρα βήματα, θεωρητικά και πρακτικά. Μοναδική, με την έννοια ότι προσπάθησε να σταθεί απέναντι στο ρεβιζιονισμό και την καπιταλιστική παλινόρθωση από τη σκοπιά της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος και της σύνδεσης του με το μέλλον. Το μ-λ κίνημα αποτελεί την απάντηση που μπόρεσαν να δώσουν οι κομμουνιστές και η εργατική τάξη στη ρεβιζιονιστική στροφή του 56. Ελλιπής, ανολοκλήρωτη, αναποτελεσματική, με λάθη και αδυναμίες; Ναι, ήταν όλα αυτά. Όμως ήταν προσπάθεια απάντησης, που κινήθηκε στις ράγες της απελευθέρωσης του προλεταριάτου και των λαών από τα δεσμά του κεφαλαίου, και δεν ήταν συμπόρευση και έκφραση του ρεβιζιονισμού, δηλαδή υποταγή στο κεφάλαιο.

«Στον κοινωνικό αγώνα, γράφει ο Μάο στην μπροσούρα του “Από πού προέρχονται οι σωστές ιδέες”, οι δυνάμεις που εκπροσωπούν την προχωρημένη τάξη, ορισμένες φορές υφίστανται ήττα, όχι γιατί οι ιδέες τους είναι λαθεμένες, αλλά γιατί στο συσχετισμό των δυνάμεων που συγκρούονται στον αγώνα, δεν είναι τόσο δυνατές για την ώρα όσο οι δυνάμεις της αντίδρασης. Υφίστανται συνεπώς μια προσωρινή ήττα, αλλά είναι προορισμένες να θριαμβεύσουν νωρίτερα ή αργότερα».

Οι δυνάμεις του μ-λ κινήματος δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν τη ρεβιζιονιστική πορεία και να ανοίξουν το νέο κύκλο του κομμουνιστικού κινήματος, γι αυτό και έκλεισαν το δικό τους κύκλο, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Σημείο καμπής η ΜΠΠΕ της οποίας τις επεξεργασίες και τα διδάγματα δεν κατόρθωσε το μ-λ κίνημα να τα αξιολογήσει και να τα εντάξει στη φυσιογνωμία του.

Για το ελληνικό μ-λ κίνημα

Μέσα σ’ αυτή την πορεία των πραγμάτων το ελληνικό κομμουνιστικό μαρξιστικό λενινιστικό κίνημα έχει τη δικιά του διαδρομή, τη δικιά το τραγική ιστορία, τη δικιά του συμβολή.

Το ΚΚΕ ήταν από τα πρώτα κομμουνιστικά κόμματα που δέχθηκαν την ωμή πραξικοπηματική επέμβαση του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού. Να σημειώσουμε ότι δεν είχαν περάσει παρά μόλις λίγα χρόνια από τις μεγάλες μάχες που έδωσε κατά την «ηρωική» δεκαετία του 1940, με το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και τον ΔΣΕ. Μολονότι ηττήθηκε στον εμφύλιο και τα πρώτα χρόνια του 1950 αναζητούσε τις αιτίες της ήττας, αλλά και τα επόμενα επαναστατικά βήματα, και ενώ δεκάδες χιλιάδες μαχητές μαζί με την ηγεσία του κόμματος βρισκόταν στην Τασκένδη και στις Λαϊκές Δημοκρατίες και εκατοντάδες άλλοι στους τόπους εξορίας της χώρας μας, στην Ελλάδα αναπτυσσόταν ήδη μαζικοί αγώνες για ψωμί, ειρήνη, δημοκρατικές ελευθερίες, ενάντια στη βαρβαρότητα του μετεμφυλιακού κράτους. Αυτή την πορεία επεχείρησε και τελικά κατόρθωσε να ανακόψει ο ρεβιζιονισμός «διά ροπάλου», χτυπώντας ανοιχτά (πολιτικά και πρακτικά) την ηγεσία του και διαλύοντας τη βάση του.

Η πρώτη απόπειρα γίνεται στην Τασκένδη, το Σεπτέμβρη του 1955 με στόχο τη δημιουργία κλίματος για την ανατροπή της ηγεσίας «από τα κάτω». Η συνέχεια έρχεται το Μάρτη του ’56 στην 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ όπου και με εισήγηση της «Διεθνούς Επιτροπής» αποτελούμενης από εκπροσώπους 6 ΚΚ, καθαιρέθηκε ο μέχρι τότε Γραμματέας Ν. Ζαχαριάδης, καταδικάστηκαν τα «αριστερά» του λάθη και επικροτήθηκε η γραμμή του 20ου. Ακολουθεί το Φλεβάρη του 1957 η 7η Ολομέλεια, και η διαγραφή του Ζαχαριάδη από μέλος του κόμματος.

Έτσι ολοκληρώθηκε το πραξικόπημα σε επίπεδο ηγεσίας. Παρ’ όλο που υπήρχαν αντιδράσεις, ανοιχτές ή υπόγειες, τα βασικά καθοδηγητικά στελέχη υποτάχθηκαν στη γραμμή της ρεβιζιονιστικής ηγεσίας της ΣΕ και αποδέχτηκαν (όσα δεν ανέλαβαν ενεργό ρόλο) το πραξικόπημα της. Αναδεικνύεται για μια ακόμη φορά (όπως στην αντίσταση και στον εμφύλιο) ότι η ηγεσία του ΚΚΕ ήταν αναντίστοιχη της βάσης και των απαιτήσεων της κομμουνιστικής κατεύθυνσης. Αναδεικνύεται το ζήτημα των στελεχών, του ιδεολογικού τους επιπέδου, της λειτουργίας των καθοδηγητικών οργάνων, των σχέσεων τους, των σχέσεων ηγεσίας βάσης, αλλά και των σχέσεων με το «κομμουνιστικό κέντρο».

Μετά από αυτή την «επιτυχία» του ρεβιζιονισμού, ξεκίνησε η προσπάθεια επιβολής του πραξικοπήματος σε επίπεδο βάσης. Στους χιλιάδες κομμουνιστές που δεν υποτάχθηκαν και δεν αποδέχτηκαν το ρεβιζιονιστικό πραξικόπημα. Η επικράτηση του ρεβιζιονισμού μπορούσε να γίνει μόνο με την ολοκληρωτική καταστροφή του κόμματος και την άσκηση ανήκουστης βίας πάνω στους κομμουνιστές.

Στο εξωτερικό, με την ωμή συνδρομή των μηχανισμών των «αδελφών κομμάτων», διαγράφονται πάνω από τα τρία τέταρτα των μελών επειδή «δεν συμμορφώνονται με τη νέα κατάσταση». Ακολούθησε πογκρόμ διώξεων. Αντίστοιχη στοχοποίηση και πογκρόμ έγινε και στην Ελλάδα, όπου επίσης υπήρξε η ίδια αντίσταση στη ρεβιζιονιστική στροφή. Στις φυλακές και στις εξορίες οι αγωνιστές αντιδρούν μαζικά. Ακολουθεί η 8η Ολομέλεια της ΚΕ το Γενάρη του 1958 και η απόφαση για τη διάλυση των παράνομων οργανώσεων. Και στη συνέχεια κύμα διαγραφών και από την ΕΔΑ όσων επέμεναν στην επαναστατική γραμμή.

Έτσι σα συνέπεια της «νέας» γραμμής, διαλύθηκε το παλιό επαναστατικό ΚΚΕ. Ό,τι δεν κατάφερε η αντίδραση με τα ιδιώνυμα, τις φυλακές, τις εξορίες, τους διωγμούς και τις εκτελέσεις το κατάφεραν οι ρεβιζιονιστές της διορισμένης κλίκας Παρτσαλίδη-Κολιγιάννη από τα μέσα. Αυτή ήταν η τεράστια «συμβολή» τους στη λαϊκή υπόθεση.

Η ανοιχτή ρήξη του Μάο με το σοβιετικό ρεβιζιονισμό είχε σαν αποτέλεσμα τον πρώτο οργανωτικό διαχωρισμό που στην Ελλάδα εκφράστηκε από το περιοδικό «Αναγέννηση» το 1963 και την μ-λ ομάδα που συσπειρώθηκε γύρω του, και στις ανατολικές χώρες με τη συγκρότηση μ-λ Οργάνωσης πολιτικών προσφύγων, γύρω από την οποία μάλιστα συσπειρώθηκαν πάνω από 5.000 αγωνιστές (στην αρχή γιατί στη συνέχεια τα δεδομένα άλλαξαν δραματικά).

Στην Ελλάδα, και στην «Αναγέννηση», από τις χιλιάδες που αντιδράσανε στο 20ο και στην 6η, μόνο λίγες δεκάδες ήταν τα μέλη και μερικές εκατοντάδες οι οπαδοί. Οι λόγοι γι αυτό το φυλλορρόημα ήταν οι ίδιοι που αναφέρθηκαν πιο πάνω για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Επιπλέον αρνητικό ρόλο έπαιξε η κατάσταση του κόμματος κατά το διάστημα αυτό (εξορίες, παρανομία, προσφυγιά) και το εξοντωτικό κυνηγητό από τη δοτή ηγεσία που είχε το χρίσμα και τις σφραγίδες. Ο βασικός προσανατολισμός που κι εδώ υπήρχε, η υπεράσπιση του κόμματος, της ιστορίας του, των αρχών του, πήγαινε με παράλληλη προσμονή πρωτοβουλιών είτε από τον «αρχηγό», το Ζαχαριάδη, είτε από άλλα επώνυμα στελέχη, που δήλωναν αντιρεβιζιονιστές, αλλά ήταν επιρρεπή στο ρεβιζιονισμό, και πάντως δεν ήταν διατεθειμένα να αναλάβουν το βάρος της νέας πορείας.

Ωστόσο η «Αναγέννηση» πρόσφερε ένα σημαντικό έργο στο κίνημα. Αποτέλεσε τη «μήτρα» του μ-λ κινήματος της Ελλάδας, την πρώτη οργανωμένη απάντηση στο ρεβιζιονισμό που επιχείρησε παράλληλα να συνδέσει το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα με τις μαοϊκές απόψεις και την ΜΠΠΕ. Αποτέλεσε επομένως βάση εκκίνησης, με τις ελλείψεις και τις ανεπάρκειες της, του κομμουνιστικού κινήματος που απαιτεί η εποχή μας.

Όπως συνέβαινε γενικά έτσι και στην «Αναγέννηση» η επανασύσταση του παλιού ΚΚΕ βάραινε από την πρώτη στιγμή. Αυτή η επανασύσταση θα γινόταν φυσικά με κάποια κριτική των λαθών και κάποια κριτική αποτίμηση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, με όριο τα θεωρητικά συμπεράσματα του Μάο και την πείρα της ΜΠΠΕ. Αυτό στην καλύτερη περίπτωση, γιατί υπήρχε και η τάση που απλώς οραματιζόταν τις «παλιές καλές εποχές». Η αντιπαράθεση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο τάσεις, που όμως καμία τους δε «ξέφευγε» από τον προηγούμενο κύκλο του κομμουνιστικού κινήματος, ακολούθησε το ΚΚΕ(μ-λ) για πολλά χρόνια και εκφράστηκε σε πολλά ζητήματα ιδεολογικά και πολιτικά, και στο ζήτημα του κόμματος και τη σχέση του με την εργατική τάξη. Αν δηλαδή το κόμμα είναι υπόθεση των μαρξιστών λενινιστών που, έχοντας θεωρητική επάρκεια, το ανακοινώνουν και καλούν τον κόσμο της Αριστεράς να το πλαισιώσει, ή αν είναι αποτέλεσμα των διεργασιών που γίνονται μέσα στο λαϊκό κίνημα και την ταξική πάλη.

Με το πραξικόπημα του 67, η οργάνωση δέχεται ένα σοβαρό χτύπημα. Παρ’ όλα αυτά σε συνθήκες παρανομίας ιδρύεται η ΟΜΛΕ, και το ΑΜΕΕ στο εξωτερικό και αναπτύσσεται η επιρροή του κινήματος τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, όχι όμως στο βαθμό που θα αντιστοιχούσε στις σωστές θέσεις της για τη δικτατορία, τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τα καθήκοντα που έμπαιναν.

Η ορμή του λαϊκού, εργατικού και φοιτητικού κινήματος της μεταπολίτευσης αντανακλάστηκε και στη δικιά μας οργάνωση με γρήγορη ανάπτυξη στον φοιτητικό και εργατικό χώρο, στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και σε πολλές πόλεις της επαρχίας. Μπροστά στην ρεφορμιστική κατρακύλα, με τα ανοίγματα και τις προτάσεις του ΚΚΕ για συνεργασία «όλων των δημοκρατικών δυνάμεων» στην αρχή, και στη συνέχεια των «δυνάμεων της αλλαγής» με το ΠΑΣΟΚ, την αντικινηματική στάση της ΚΝΕ στους φοιτητές και τους τραμπουκισμούς της ΕΣΑΚ στον εργατικό χώρο, αλλά και την σοσιαλιμπεριαλιστική πολιτική της ΣΕ, ο χώρος του ΚΚΕ(μ-λ), με σωστές πολιτικές απόψεις και στάση, άρχισε να έλκει εκατοντάδες αγωνιστές και από τις τάξεις του ρεφορμισμού. Μέχρι το 1980 το ΚΚΕ(μ-λ) συγκεντρώνει ένα πολύ αξιόλογο αριθμητικά και πολιτικά δυναμικό, που το καθιστά ικανό να μπορεί να παίρνει πρωτοβουλίες και να δημιουργεί πολιτικά γεγονότα.

Ωστόσο η κρίση στο εσωτερικό του, κρίση καθοδήγησης, που λειτουργούσε αντιφατικά με την «εξωτερική» πραγματικότητα της Οργάνωσης, σύντομα μπλόκαρε αυτή την πορεία.

Εκδηλώνεται για πρώτη φορά το 1972, όταν η καθοδήγηση δεν προχωράει στην ενίσχυση της δουλειάς στην Ελλάδα και την ανάληψη περισσότερων ευθυνών, τη στιγμή που το αντιφασιστικό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα φούντωνε.

Εκδηλώνεται στην πάλη ενάντια στη φραξιονιστική ομάδα που κατέληξε στο Μ-Λ ΚΚΕ την επομένη του ιδρυτικού συνεδρίου του ΚΚΕ(μ-λ) το Νοέμβρη του 1976, και στη βάση της αντιπαράθεσης με τη θεωρία των τριών κόσμων. Στην πραγματικότητα τα ζητήματα που τέθηκαν εκείνη την περίοδο ήταν πολύ ευρύτερα και σημαντικά. Ήταν η αναφορά μας ή όχι στην ταξική πάλη, η στήριξη ή όχι στις δικές μας δυνάμεις, το αν θα καταλήγαμε σε ένα κακέκτυπο του παλιού ΚΚΕ ή θα συγκροτούσαμε μια οργάνωση με δεδομένα και προβληματισμούς που είχαν αναδειχθεί στη βάση της παλινόρθωσης και της ΜΠΠΕ, αποφασισμένη να διανύσει το δύσκολο δρόμο που έθεταν οι καιροί. Η απάντηση από την πλευρά των μελών με έναν τρόπο δόθηκε στις πρώτες μετασυνεδριακές συγκεντρώσεις. Τρεις χιλιάδες στο «Σπόρτιγκ» στην εκδήλωση του ΚΚΕ(μ-λ), μια μάζωξη λίγων δεκάδων στα γραφεία του Μ-Λ ΚΚΕ.

Αυτή η εξέλιξη απέδειξε ότι το πρόβλημα ουσιαστικά δε βρισκόταν στη φραξιονιστική ομάδα. Ο σκεπτικισμός και η έλλειψη αποφασιστικότητας και συνοχής της καθοδήγησης του ΚΚΕ(μ-λ) είχε βαθύτερες αιτίες. Ήταν «η απεραντοσύνη των σκοπών» που λέει και ο Μαρξ, η όλο και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση του πόσο μακρύς είναι ο δρόμος της ανασύστασης του κομμουνιστικού κινήματος και πόσο μεγάλες ευθύνες πρέπει να αναληφθούν. Η συνειδητοποίηση ότι δεν αρκεί ούτε η επιστροφή στο παλιό ΚΚΕ, αλλά ούτε και η απλή αναπαραγωγή των επιτευγμάτων της ΜΠΠΕ. Το αντιφατικό ήταν ότι αυτή η ηγετική ομάδα συνέχιζε να παράγει σωστές πολιτικές κατευθύνσεις τις οποίες ενστερνιζόταν και υλοποιούσε η οργάνωση μεγαλώνοντας της επιρροή και το κύρος της. Αυτά μέχρι την έναρξη των προσυνεδριακών διαδικασιών του 2ου Συνεδρίου του ΚΚΕ(μ-λ), το 1979.

Σ΄ αυτή τη διαδικασία, απέναντι στις σωστές πολιτικές και ιδεολογικές εισηγήσεις της ΚΕ, τις οποίες όμως η βασική καθοδηγητική ομάδα έδειξε σύντομα ότι δεν είναι διατεθειμένη να υποστηρίξει, παρουσιάστηκαν δύο συγκροτημένες πλατφόρμες. Η μία που υποστήριζε ότι το ΚΚΕ(μ-λ) έπρεπε να είναι η συνισταμένη διαφόρων ομάδων, και η άλλη με εργατικίστικες αναφορές, που αρνιόταν το Μάο και ήθελε επιστροφή στο «παλιό». Η άρνηση της βασικής καθοδήγησης να υποστηρίξει τις απόψεις της, σύντομα οδήγησε στη διάχυση ενός «νέου πνεύματος» που αρνιόταν την ταξική πάλη και το ρόλο της εργατικής τάξης, πρέσβευε το «αντιδογματικό» και εναλλακτικό και προωθούσε τον αντισταλινισμό, τον αντιτριτοδιεθνισμό, δηλαδή τον αντικομουνισμό, τον αγνωστικισμό και τη ματαιότητα του κινήματος. Το ρεύμα αυτό από τις αρχές του 1981 έγινε κυρίαρχο. Οι πιέσεις των καιρών, το περιρρέον κλίμα, και ο μακρύς δρόμος για την ανασύσταση του κομμουνιστικού κινήματος οδηγούσε σε φαεινές διαφυγής, πολλαπλά όμως αδιέξοδες.

Το 2ο Συνέδριο αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα της καθοδήγησης του ΚΚΕ(μ-λ). Μια καθοδήγηση που είχε αναδειχθεί μέσα από σκληρούς αγώνες, με μεγάλη προσφορά στο κίνημα, με σοβαρό ιδεολογικό και πολιτικό φορτίο, που πήρε στις πλάτες της την Οργάνωση για ένα ολόκληρο διάστημα και την ανέδειξε σε σοβαρή πολιτική δύναμη της Αριστεράς, λύγισε μπροστά στο φορτίο που είχε να σηκώσει, δείχνοντας σε τελική ανάλυση και ιδεολογική ανεπάρκεια, και «εγκατέλειψε» την οργάνωση, τόσο πριν, όσο και -με τον παταγώδη τρόπο- μέσα στο συνέδριο.

Το αποτέλεσμα στο πολιτικό επίπεδο ήταν να προβάλλεται προς τα έξω από την πλειοψηφία της νέας ΚΕ η ένταξη στο «ρεύμα του ΠΑΣΟΚ» και προς τα μέσα ένας αγνωστικισμός, μια απογοήτευση, μια πλήρης άρνηση του κινήματος και των δυνατοτήτων του. Και σα συνέπεια ένα συνεχές φυλλορρόημα εκατοντάδων συντρόφων και συναγωνιστών, μια διαλυτική κατάσταση που επισημοποιήθηκε αρχές του 1982 με απόφαση της πλειοψηφίας της ΚΕ για μετατροπή της οργάνωσης σε «ομάδες μελέτης».

Η απάντηση σ’ αυτή τη διάλυση ήρθε από τα πέντε στελέχη της μειοψηφίας της ΚΕ, που, συνεπικουρούμενα από μερικές δεκάδες μεσαίων στελεχών και μελών, ανέλαβαν το βάρος της ευθύνης για την ανασυγκρότηση του ΚΚΕ(μ-λ), καλώντας σε συνδιάσκεψη το σύνολο (των λίγων εκατοντάδων πλέον) μελλών του. Από αυτή τη Συνδιάσκεψη προέκυψε το σημερινό ΚΚΕ(μ-λ), στο οποίο οι υπόλοιπο δεν έδιναν παρά λίγους μήνες ζωής.

Τι υπερασπιστήκαμε με τη Συνδιάσκεψη του 1982:

  1. Την ιστορία (με τα θετικά και αρνητικά της) του παγκόσμιου και ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος μέχρι τη ρεβιζιονιστική στροφή του 1956. Το μ-λ κίνημα, την προσφορά του Μάο και της ΜΠΠΕ, την ΟΜΛΕ, την «Αναγέννηση» και το παλιό ΚΚΕ(μ-λ). Όχι σαν μια δογματική προσκόλληση, ούτε με διάθεση ωραιοποίησης, αλλά σαν ιστορία δικιά μας, ιστορία της εργατικής τάξης και των λαών, ιστορία των αγωνιστών του κομμουνιστικού κινήματος.

  2. Τις βασικές και δοκιμασμένες αρχές του μ-λ, στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο κόντρα στον αγνωστικισμό και σε «νέες» στην ουσία ρεφορμιστικές έως αστικές θεωρίες.

  3. Τον ιστορικό ρόλο του προλεταριάτου και του κόμματος του στην πορεία της κοινωνικής απελευθέρωσης και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού.

  4. Την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα να υπάρχει κομμουνιστική επαναστατική οργάνωση, με αυτόνομη ύπαρξη, σκέψη και λόγο, δομημένη για να δρα και να παρεμβαίνει πολιτικά στην ταξική πάλη και στο κίνημα.

  5. Το δικαίωμα και τη θέληση μας να προχωρήσουμε στην οικοδόμηση μιας τέτοιας οργάνωσης, μέσα από την ανασυγκρότηση του ΚΚΕ(μ-λ), για να βγει ξανά στο στίβο της ταξικής πάλης και της πολιτικής δράσης, το μόνο πεδίο που δίνει ζωντάνια στην οργάνωση και το μόνο πεδίο για το οποίο είναι πλασμένη η οργάνωση. Και σ’ αυτό το πεδίο να αναζητήσει τις απαντήσεις και για την ανασύσταση του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος της εποχής μας.

Στόχος της ανασυγκρότησης δεν ήταν να φτιάξουμε ένα «καλό αντίγραφο» του παλιού ΚΚΕ(μ-λ), ούτε μια «νέα» οργάνωση, απαλλαγμένη από τις αναφορές και τις σχέσεις με το παρελθόν. Είμαστε συνέχεια του ΚΚΕ(μ-λ), όπως είμαστε συνέχεια (στην Ελλάδα) του κομμουνιστικού κινήματος της 3ης Διεθνούς και του μ-λ κινήματος που γεννήθηκε σαν απάντηση στο σοβιετικό ρεβιζιονισμό. Και παράλληλα είμαστε, θέλουμε να είμαστε με το «νέο ρεύμα» της ΜΠΠΕ για να το πάμε παραπέρα και με τους όρους και τις ανάγκες του σήμερα. Αποτελούμε, θέλουμε να αποτελούμε κομμάτι αλλά και «μαγιά» για τον νέο κύκλο του κομμουνιστικού κινήματος.

Να πω κάτι και για το ΚΚΕ, που υπερηφανεύεται ότι έχει τις βούλες και τις σφραγίδες της κομμουνιστικού αλάθητου και της συνέχειας του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτό που δίνει τα φόντα να πλασάρεται το ΚΚΕ σαν η μόνη συνεπής δύναμη της Αριστεράς είναι το ότι συνεχίζουμε να ζούμε τα αποτελέσματα της ήττας του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτό που του δίνει δυνατότητα να αναπαράγεται αλλά όχι να αναπτύσσεται είναι οι αρνητικοί ταξικοί συσχετισμοί, στους οποίους υποτάσσεται. Κατά τα άλλα είναι ένα κόμμα ιστορικά ξεπερασμένο, γέννημα των αρνητικών εξελίξεων του 1956, ιδεολογική, πολιτική και «βιολογική» συνέχεια του ρεβιζιονιστικού ρεύματος εκείνης της εποχής, άρνηση του κομμουνιστικού κινήματος και του επαναστατικού ΚΚΕ.

Συντρόφισσες και σύντροφοι

Φαντάζομαι ότι ακούγοντας, οι περισσότεροι ίσως από τους νέους και τις νέες που βρίσκονται σήμερα σ’ αυτή την αίθουσα και παρακολουθούν την εκδήλωση μας, όλα αυτά για τη νίκη του ρεβιζιονισμού και την ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, για ανολοκλήρωτες προσπάθειες και ολοκλήρωση κύκλων, για ανεπάρκειες ιδεολογικές, απογοητεύσεις, αποχωρήσεις και πολιτικό «σπάσιμο» ηγετικών στελεχών μπροστά στον μακρύ και δύσκολο δρόμου που έχουμε να διανύσουμε, θα διερωτώνται αν ήρθαν σ’ αυτό το «σχολείο» για να πάρουν πολιτικά εφόδια για να συνεχίσουν τον αγώνα ή για να… απογοητευτούν.

Η πρόθεση μας προφανώς είναι για το πρώτο. Όπως γράφει ο Γ. Χοντζέας στο κείμενο του για τα 60 χρόνια του ΚΚΕ: «Η μελέτη της ιστορικής πείρας για ένα ζωντανό λαϊκό κίνημα έχει ένα μοναδικό σκοπό: Να φωτίσει το δρόμο του σ’ αγώνες δύσκολους, να το οπλίσει με ό,τι ζωντανό, δημιουργικό, θετικό έχει να προσφέρει η μακρόχρονη λαϊκή πάλη, να το απαλλάξει απ’ ό,τι νοσηρό ή λαθεμένο εμπόδισε την πραγματοποίηση των στόχων για την εκπλήρωση των οποίων το κομμουνιστικό κίνημα συγκροτήθηκε, αγωνίστηκε και πρόσφερε αμέτρητες θυσίες». Η γνώση λοιπόν της αλήθειας και της πραγματικότητας είναι δύναμη για τους αγωνιστές, γι αυτό την παραθέσαμε. Ας τη συνοψίσουμε:

  1. Το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα που ζούμε έχει φτάσει σε επίπεδο βαθειάς βαρβαρότητας, σαπίλας και εγκληματικότητας.

  2. Ιστορικά η απάντηση σ’ αυτή τη βαρβαρότητα δόθηκε από το προλεταριάτο και τους λαούς μόνο στις περιόδους που υπήρχε ένα ισχυρό εργατικό επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα σαν καθοδηγητική τους δύναμη.

  3. Αυτό το κίνημα που αναπτύχθηκε τον προηγούμενο αιώνα ηττήθηκε κατά βάση από την «απεραντοσύνη των σκοπών του», τις αντιθέσεις που ανέδειξε, και την αδυναμία, λόγω αντίστοιχης ανωριμότητας εκείνης της περιόδου, να τις αντιμετωπίσει και να τις λύσει.

  4. Όμως απέναντι στις ρεβιζιονιστικές δυνάμεις του Χρουστσόφ, του Μπρέζνιεφ, του Λιου Σαο Σι και του Τεγκ Σιαο Πιγκ αναπτύχθηκαν, τις παρήγαγε η ταξική πάλη που δε σταματάει ποτέ, το μ-λ κίνημα, ο Μάο και η ΜΠΠΕ.

  5. Απέναντι στο ρεβιζιονισμό του ΚΚΕ συγκροτήθηκε η «Αναγέννηση», η ΟΜΛΕ και το παλιό ΚΚΕ(μ-λ). Και απέναντι στη διάλυση και την παραίτηση συγκροτήθηκε το σημερινό ΚΚΕ(μ-λ) και μάλιστα σαν μια διαδικασία «από τα κάτω».

Έτσι εξελίσσεται η ιστορία της ταξικής πάλης, με ζικ-ζακ και μπρος-πίσω, χωρίς όμως να σταματάει ποτέ. Αυτή την ιστορία καλούμαστε να υπηρετήσουμε κατανοώντας όσο γίνεται πιο καλά τους νόμου κίνησης της. «…οπισθοχωρώντας συνεχώς μπροστά στην ακαθόριστη απεραντοσύνη των σκοπών (μας), ώσπου να δημιουργηθεί η κατάσταση που κάνει αδύνατο κάθε ξαναγύρισμα…». Όπως λέει ο Μαρξ στη 18η Μπριμέρ.

Συντρόφισσες και σύντροφοι

Κλείνω την ομιλία μου με τα παρακάτω λόγια του Μάο, μια που αύριο είναι η μέρα της μητέρας: «Οι πόνοι του τοκετού μιας επανάστασης είναι πολύ μικρότεροι από την ατέλειωτη αγωνία μέσα στην παλιά κοινωνία». Αυτό που καλούμαστε να κάνουμε λοιπόν είναι όχι μόνο να αντέξουμε αυτούς τους πόνους, αλλά και να τους προκαλέσουμε.

Αναζήτηση
Social Media

Βουλευτικές Εκλογές 2023
Αντίσταση - Οργάνωση

 
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr