 
                    Μέσα σε μία εβδομάδα περάσαμε από την απειλή Τραμπ για αντιρωσκές κυρώσεις και αποστολή Τόμαχοκ στο Κίεβο στην ανακοίνωση νέας συνάντησης ΗΠΑ-Ρωσίας στην Ουγγαρία και από εκεί, με πρωτοβουλία των ΗΠΑ, στην ακύρωσή της και τελικά (;) στην ανακοίνωση κυρώσεων ενάντια στη Ρωσία!
Για να λυγίσουν τη ρωσική στάση, τα αμερικανικά επιτελεία άφησαν να διαρρεύσει (αυτή τη φορά στη Wall Street Journal) ότι έχουν αποφασίσει να στείλουν πυραύλους Τόμαχοκ στο καθεστώς του Κιέβου. Για να τη διαψεύσουν αμέσως, παράλληλα όμως με τη δήλωση ότι το… σκέφτονται.
Η ηγεσία της Ρωσίας δήλωσε πως η απάντησή της θα είναι συντριπτική σε μια τέτοια περίπτωση και ταυτόχρονα έσπευσε να ενεργοποιήσει ξανά τη διπλωματική οδό, που οδήγησε τελικά στην ανακοίνωση μιας νέας συνάντησης Τραμπ-Πούτιν στην Ουγγαρία. Και λίγες μέρες μετά, αφού προηγήθηκε ένα σημαντικό χτύπημα ρωσικών διυλιστηρίων πετρελαίου από το Κίεβο και ένα μεγάλο κύμα πυραυλικών επιθέσεων της Ρωσίας στις ουκρανικές ενεργειακές και στρατιωτικο-βιομηχανικές υποδομές, ο ίδιος ο Τραμπ ανακοίνωσε την ακύρωσή της (η Ρωσία αναφέρεται σε αναβολή). Ταυτόχρονα ο Τραμπ ενεργοποίησε κυρώσεις πολύ σημαντικές κατά των δύο πιο σημαντικών ρωσικών εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου, της Rosneft και της Lukoil.
Η διοίκηση των ΗΠΑ, μέσα στο επιφανειακά απρόβλεπτο των επιλογών της, κινείται προς την κατεύθυνση να αλλάξει τους όρους της σύγκρουσης προς όφελος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Έτσι, ακόμα και στη φάση της διπλωματικής πίεσης και παράλληλα με αυτήν, είχε αναβαθμίσει την καθοδηγητική βοήθεια και τη δορυφορική «συμβολή» της προς το καθεστώς του Κιέβου. Διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν τα σημαντικά χτυπήματα που δέχεται ο κρίσιμος ενεργειακός τομέας της Ρωσίας βαθιά στο έδαφός της. Η διοίκηση Μπάιντεν, θυμίζουμε, δεν είχε τολμήσει κάτι τέτοιο…
Στην – ας την πούμε - μικροφάση αυτή, η διοίκηση Τραμπ, αφού διαπίστωσε ξανά πως η ρωσική ηγεσία δεν έχει φύγει ούτε ίντσα από τη γραμμή της «επίλυσης των θεμελιωδών αιτιών της ουκρανικής σύγκρουσης» και αφού ζύγισε τις απειλές της (Τόμαχοκ) και πού μπορούσαν να οδηγήσουν, για την ώρα κατέληξε στην αύξηση της πίεσης όχι μόνο στη Ρωσία αλλά και σε δύο πολύ σημαντικούς πελάτες της (Κίνα, Ινδία), ενώ τα σκάγια χτύπησαν και τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές.
Το πώς θα σταθεί η Ινδία αλλά και η Κίνα είναι πολύ σημαντική παράμετρος της όλης κατάστασης. Μέχρι τώρα και οι δύο επιδίδονται σε ελιγμούς. Διότι οι εξαγγελίες τους για μείωση της αγοράς ρωσικού πετρελαίου αφορούν τις κρατικές τους εταιρείες, που έχουν μικρό μερίδιο στην όλη διαδικασία. Βέβαια, ακόμα κι αυτό δείχνει ότι αναγκάστηκαν να φύγουν από την πρότερή τους θέση.
Όπως και να έχει, η Κίνα γνωρίζει πως μετά τη Ρωσία θα ερχόταν η σειρά της (το έχουν δηλώσει άλλωστε ευθαρσώς κινέζοι αξιωματούχοι) και έτσι είναι εξαιρετικά απίθανο να συμμορφωθεί με τις αμερικανικές απαιτήσεις. Για την Ινδία, τώρα, την οποία οι ΗΠΑ θεωρούν και είναι ο «αδύναμος κρίκος», πρέπει να περιμένουμε για να δούμε τι θα επιφέρει η αύξηση των εκβιασμών και των απειλών από μεριάς ΗΠΑ. Έτσι κι αλλιώς, η Ινδία είναι μια πολύ δύσκολη «εξίσωση»: έχει χτίσει σημαντικούς δεσμούς με τη Ρωσία, αλλά και με τις ΗΠΑ, έχει στρατηγική αντιπαλότητα με την Κίνα και μέσα σε όλα θέλει να διατηρεί την «ουδετερότητά» της ώστε να κερδίσει χρόνο για την ανάδειξή της σε περιφερειακή δύναμη!
Οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές δέχονται ολοένα και πιο ισχυρές αμερικανικές πιέσεις να σταματήσουν τα ενεργειακά «πάρε-δώσε» με τη Ρωσία, ενώ ταυτόχρονα καλούνται να χρηματοδοτήσουν τη στρατιωτική υποστήριξη του καθεστώτος του Κιέβου! «Χαράς ευαγγέλια» για τις ΗΠΑ, που προωθούν - με το αζημίωτο - ορισμένες από τις στρατηγικές τους επιδιώξεις.
Σε μια παράλληλη εξέλιξη οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές δεν κατάφεραν να πείσουν χώρες όπως το Βέλγιο για την παρακράτηση (δηλαδή κλοπή) των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων για τη χρηματοδότηση του στρατού της Ουκρανίας και… των δικών τους πολεμικών δαπανών! Πάντως, την Πέμπτη 23 Οκτωβρίου εξήγγειλαν νέο πακέτο αντιρωσικών κυρώσεων, το 19ο (!) στη σειρά, που περιλαμβάνει: α) την απαγόρευση εισαγωγών ρωσικού LNG, β) την προσθήκη 117 πλοίων στον «σκιώδη στόλο» που υπόκειται σε απαγορεύσεις, γ) περιορισμούς σε προϊόντα από Κίνα και Ινδία, δ) απαγόρευση συναλλαγών με τράπεζες χωρών της Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών (Λευκορωσία, Καζαχστάν, Κιργιστάν, Τατζικιστάν).
Είναι φανερό ότι ΗΠΑ και ΕΕ συντονίζονται, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις, και ενισχύουν την πίεση στη Ρωσία και τους συμμάχους της ή τις χώρες που συνεργάζονται μαζί της. Παράλληλα, Βρετανοί και Γάλλοι συνεχίζουν να επεξεργάζονται τυχοδιωκτικά σενάρια για αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία.
Η ρωσική ηγεσία δηλώνει πως δεν την αγγίζουν οι κυρώσεις, αλλά αυτές μαζί με τα χτυπήματα του Κιέβου στα διυλιστήριά της προκαλούν μία διαρκή φθορά και μεταφέρουν τον πόλεμο στο εσωτερικό της Ρωσίας, έστω και σε μικρές προς ώρας δόσεις. Επίσης δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο ότι το καλοκαίρι, παρά τις καθησυχαστικές δηλώσεις τής επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας, ο υπουργός Οικονομίας προειδοποιούσε πως η οικονομία της χώρας βρίσκεται στο χείλος της ύφεσης.
Βέβαια, η ώς τώρα εξέλιξη δείχνει ότι η ρωσική οικονομία αντέχει, ενώ έχει καταφέρει και έναν σταδιακό επαναπροσανατολισμό των εξαγωγών της σε μη-ενεργειακά προϊόντα. Σε στρατιωτικό-στρατηγικό επίπεδο η τελευταία εκτόξευση του διηπειρωτικού πυραύλου Burevestnik που κινείται με πυρηνικά καύσιμα και έχει τεράστια εμβέλεια (παρέμεινε 15 ώρες στον αέρα διανύοντας 14.000 χιλιόμετρα!) και ο οποίος, σύμφωνα με τη στρατιωτική ηγεσία, «μπορεί να νικήσει κάθε πυραυλική άμυνα», ήταν ένα μήνυμα ισχύος και ταυτόχρονα προειδοποίηση προς τις ΗΠΑ-Δύση.
Στο πεδίο των μαχών, η κατάληψη του Ποκρόβσκ έχει μπει στην τελική της φάση, ενώ προχωρά η προέλαση προς πόλεις όπως του Μίρνοραντ (βορειοανατολικά του Ποκρόβσκ) και της Κονσταντινίβκα. Στο διπλωματικό πεδίο, μετά την ακύρωση της συνάντησης με τον Τραμπ, ο Πούτιν έστειλε τον ειδικό απεσταλμένο Ντμιτρίεφ στην Ουάσιγκτον, ο οποίος αμέσως μετά δήλωσε ότι «βρισκόμαστε κοντά σε διπλωματική λύση», δήλωση που όμως δεν είχε κάποια συνέχεια ή έκφραση επί του πρακτέου.
Αυτός ο ιλιγγιώδης ρυθμός αποφάσεων και ακυρώσεών τους το τελευταίο διάστημα δεν αποτελεί παρά έκφραση της αύξησης του εκρηκτικού αδιεξόδου που αντιμετωπίζουν οι δύο πρωταγωνιστές της σύγκρουσης στην Ουκρανία, δηλαδή ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός μέσω αντιπροσώπου και ο ρωσικός ιμπεριαλισμός. Μπροστά στον κίνδυνο κλιμάκωσης και με σαφή την ανετοιμότητά τους να βγουν νικητές σε μια ραγδαία κλιμάκωση που μπορεί να οδηγήσει στον πυρηνικό όλεθρο, αναζητούν κάποιου είδους – έστω πρόσκαιρο – συμβιβασμό. Και όταν αυτός ο συμβιβασμός δεν βρίσκει πεδίο να επιτευχθεί, λόγω ακριβώς των αντιτιθέμενων επιδιώξεων και κυρίως των στρατηγικών διακυβευμάτων που περικλείει αυτή η σύγκρουση, οδηγούνται ξανά και ξανά στην κλιμάκωση.