Με περισσότερες από μία οπτικές μπορεί να προσεγγιστεί η μαζική, οργισμένη και «εκρηκτική» εξέγερση νεολαίας και λαού στο Νεπάλ στις 8 και 9 του φετινού Σεπτέμβρη.
Μία από αυτές θα μπορούσε να εστιάσει στα κοινωνικά-ταξικά και γεωπολιτικά δεδομένα της ευρύτερης περιοχής που από το Νεπάλ και το Μπανγκλαντές ώς τις Φιλιππίνες τροφοδοτούν και παράγουν συνθήκες που οδηγούν σε πολύ μαζικές εξεγέρσεις τα τελευταία χρόνια. Μια περιοχή που από τη μια χαρακτηρίζεται από συνθήκες εργασιακής και κοινωνικής βαρβαρότητας και εξαθλίωσης των μαζών και από την άλλη μοχλεύεται έντονα και διαρκώς από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Είναι η περιοχή όπου η Κίνα επιδιώκει να διαμορφώσει όρους κυριαρχίας, ως προϋπόθεση για να αναλάβει παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό ρόλο σε έναν κόσμο που έχει κηρυχτεί η προετοιμασία των όρων του Γ’ ΠΠ.
Από την άλλη, οι ΗΠΑ κινούνται με το στόχο του εγκλωβισμού, της καθυπόταξης του Πεκίνου. Αυτή η υπό εξέλιξη κρίσιμη αντιπαράθεση για το πώς και πίσω από ποιον θα διαταχθεί η περιοχή (στην οποία βρίσκεται και το μέγεθος Ινδία…) τροφοδοτεί τοπικούς ανταγωνισμούς και εντείνει την προϋπάρχουσα αστάθεια και τις αντιπαραθέσεις των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων. Αυτή η πολιτική αναταραχή προστίθεται στους όρους που παράγουν εξεγέρσεις και από γενική άποψη τους ενισχύει.
Μια δεύτερη οπτική θα μπορούσε να «εντάξει» τις εξεγέρσεις των μαζών στην περιοχή αυτή στην παγκόσμια τάση μεγάλων εργατικών και λαϊκών αγώνων, ξεσηκωμών και εξεγέρσεων που επίμονα καταγράφεται όλα τα τελευταία χρόνια. Από τις ΗΠΑ ώς τη Γαλλία και την Ιταλία και από τη Λ. Αμερική ώς την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Σερβία, ξεσπούν «απρόσμενοι» και από την άποψη των όρων εκκίνησής τους και εξέλιξής τους «ασυνήθιστοι» αγώνες και ξεσηκωμοί. Υπάρχουν βέβαια σημαντικές και μεγάλες διαφορές στους συγκεκριμένους και ειδικούς όρους μεταξύ όλων αυτών των ξεσηκωμών και των αγώνων.
Ωστόσο, ο κοινός τους παρονομαστής είναι προφανής. Είναι η κλιμακούμενη αγριότητα της καπιταλιστικής επίθεσης στο φόντο που διαμορφώνουν –για όλες τις αστικές και αντιδραστικές δυνάμεις- οι πολεμικές προετοιμασίες των ιμπεριαλιστών. Είναι, θα λέγαμε, ακόμα περισσότερο μια διαρκώς πιο γενικευμένη αίσθηση των μαζών της κρίσης, των αδιεξόδων, του σαπίσματος του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Η αίσθηση αυτή αποτελεί και βασική αιτία του παγκόσμιου κύματος αλληλεγγύης στην παλαιστινιακή Αντίσταση, κόντρα στις λυσσασμένες επιταγές όλων των κυρίαρχων δυνάμεων. Με άλλα λόγια, οι κυρίαρχες και ιθύνουσες δυνάμεις παντού στον κόσμο κάθε άλλο παρά πείθουν τις εργατικές-λαϊκές μάζες να τις ακολουθήσουν.
Μια τρίτη οπτική θα όφειλε να προσεγγίσει τα κοινωνικά, ταξικά, πολιτικά και γεωπολιτικά δεδομένα του Νεπάλ στη βάση των οποίων υπήρξε η εξέγερση του Σεπτέμβρη. Μέσα σε αυτά τα δεδομένα ξεχωρίζει βέβαια η σπουδαία επαναστατική πορεία που συγκρότησε και ανέπτυξε ο λαός και η νεολαία αυτής της χώρας τη δεκαετία 1996-2006. Δηλαδή αμέσως μετά τις καταρρεύσεις του 1989-91 και τη διάλυση της σοσιαλιμπεριαλιστικής ΕΣΣΔ, στη βάση των οποίων η Δύση ανακηρύχτηκε παγκόσμια νικήτρια και ο καπιταλισμός σαν ο «μονόδρομος» των λαών, ή αλλιώς το «τέλος της Ιστορίας» των ανθρώπινων κοινωνιών!
Κόντρα σε αυτό το συσχετισμό ο λαός και η νεολαία του Νεπάλ με την καθοδήγηση του ΚΚΝ(Μ) πάλεψε για να βγάλει τη χώρα του από τα σκοτάδια της φεουδαρχίας, του καπιταλισμού και της ιμπεριαλιστικής επικυριαρχίας. Και κατόρθωσε να απελευθερώσει το 80% της χώρας του και παράλληλα με την ένοπλη πάλη του να συγκροτεί σε εκτεταμένες περιοχές κοινωνικούς, πολιτικούς και οικονομικούς όρους σύμφωνα με τις ανάγκες των μαζών και της πάλης τους. Ωστόσο η επανάσταση δεν ολοκληρώθηκε, δεν πήρε την εξουσία. Ηγετικές δυνάμεις του ΚΚΝ(Μ) αναζήτησαν την «ειρηνική μετάβαση» σε συνεργασία με τις αστικές δυνάμεις, ακόμα και με τη στήριξη των ινδών επεκτατιστών. Έτσι, οι δυνάμεις αυτές κατέληξαν να αποτελούν μέρος των κυβερνητικών λύσεων που το σύστημα επέλεγε μετά τη διάλυση του επαναστατικού στρατού και της κομμουνιστικής νεολαίας.
Η τωρινή εξέγερση αναδεικνύει συνεπώς δύο κρίσιμα, βασικά και αλληλένδετα ζητήματα. Το πρώτο είναι ότι η «πολιτική κανονικότητα» που επιβλήθηκε μετά την αποδιοργάνωση και την ανακοπή της επανάστασης κάθε άλλο παρά έπνιξε την οργή των μαζών, την ανάγκη τους να αγωνιστούν, να διεκδικήσουν, να αναζητήσουν το δικό τους μέλλον. Το δεύτερο –και καθώς η εξέγερση αντικειμενικά αναζητά ξανά την επαναστατική διέξοδο- αφορά την αναζήτηση των ιδεολογικοπολιτικών αιτιών που οδήγησαν στην αποδιοργάνωση και την ανακοπή της επαναστατικής πορείας.
Η αναγκαιότητα αυτής της αναζήτησης είναι προφανής αν θέλουμε να αρνηθούμε τη μοιρολατρία της ήττας, αν θέλουμε να απαντήσουμε από επαναστατική σκοπιά το ερώτημα «ποιο είναι το μέλλον, ποια είναι η προοπτική της πάλης των μαζών;». Και προφανώς η αναγκαιότητα αυτή δεν αφορά μόνο το κίνημα και την πάλη του λαού και της νεολαίας στο Νεπάλ. Αφορά την πάλη των εργατών και των λαών παντού στον κόσμο και στη χώρα μας. Αυτό το ζήτημα είναι εξάλλου το ζήτημα στο οποίο συναντώνται όλες οι προσεγγίσεις που παραπάνω καταθέσαμε Τελικά, αφορά την υπόθεση της ανασυγκρότησης του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος που απαιτεί η εποχή μας.
Εντελώς συνοπτικά λοιπόν θεωρούμε ότι η επαναστατική πορεία του Νεπάλ και η ανακοπή της μας δίνει πολύτιμα διδάγματα. Το πρώτο είναι ότι και στις πιο αρνητικές συνθήκες και συσχετισμούς η επαναστατική πάλη μπορεί να συγκροτηθεί και να αναπτυχθεί και να δημιουργήσει τα δικά της δεδομένα! Ταυτόχρονα όμως η πάλη αυτή δεν μπορεί να προχωρήσει και να νικήσει «μαζί» και σε «συνεργασία» με τις πολιτικές δυνάμεις του συστήματος. Δεν μπορεί να πάρει την εξουσία διαλύοντας τα βάθρα στήριξης της πάλης αυτής. Δηλαδή οι όποιες τακτικές επιλογές που θα διαμορφωθούν μπροστά σε έναν αρνητικό συσχετισμό δεν είναι «τακτικές» όταν ανατρέπουν τους στρατηγικούς όρους στη βάση των οποίων μπορεί να νικήσει η (κάθε) επανάσταση. Και σε μας είναι φανερό ότι οι πολιτικές επιλογές της ηγεσίας του ΚΚΝ(Μ) (συμφωνία 12 σημείων και συμφωνία 7 σημείων) διαμορφώθηκαν στη βάση του θεωρήματος της «παγκοσμιοποίησης», δηλαδή στη βάση της απόδοσης στην αστική τάξη ενός νέου ιστορικού ρόλου. Κάτω από αυτή την αντίληψη, η εργατική τάξη και ο λαός μπορούν να αναζητήσουν το μέλλον τους όχι μόνο μαζί αλλά βασικά υπό την ηγεσία των αστικών δυνάμεων.
Αλλά βέβαια η κυριαρχία του αστικού θεωρήματος της παγκοσμιοποίησης εντός της Αριστεράς εκείνη την περίοδο δεν έπεσε από τον ουρανό. Πριν από αυτή τη θεώρηση και πίσω από την αποδοχή της υπάρχει το σημείο καμπής: Η ήττα του κομμουνιστικού κινήματος και η καπιταλιστική παλινόρθωση είναι η βάση της αποδοχής της «παγκοσμιοποίησης». Όσο δηλαδή η παλινόρθωση διαστρέφεται από ζήτημα της ταξικής πάλης στο σοσιαλισμό σε «πραξικόπημα» ή σε «έλλειψη του απαιτούμενου κεντρικού σχεδιασμού και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων», όσο «προσπερνιώνται» τα ζητήματα αποτίμησης σε αυτή τη βάση της Σοβιετικής Ένωσης και διαγράφεται η πολύτιμη παρακαταθήκη της ΜΠΠΕ, θα αναπαράγεται και θα υπηρετείται ακόμα και ανεξάρτητα από προθέσεις το δόγμα του «τέλους της Ιστορίας». Θα ενισχύονται δηλαδή οι πολλαπλές εκδοχές της γραμμής της ταξικής συνεργασίας, της γραμμής υπαγωγής της πάλης των μαζών στις εκλογές, στην αλλαγή κυβέρνησης, στην αναζήτηση αστικών δυνάμεων που θα μπορούν να «ανοίξουν το δρόμο» για την εργατική τάξη, το λαό και τη νεολαία.
Σε αυτή τη βάση θεωρούμε πως τα διδάγματα που μας δίνει η σπουδαία επαναστατική πορεία και η εξέγερση του λαού και της νεολαίας του μακρινού Νεπάλ είναι πολύ κοντά στα δεδομένα της οργής και των αδιεξόδων που βιώνει ο λαός και η νεολαία της χώρας μας, είναι πολύ κοντά στα ζητούμενα της πάλης και του κινήματος στη χώρα μας!