Στη 2η διεθνή διάσκεψη με τίτλο «Δημοκρατία και Κοινωνική Δικαιοσύνη», που οργάνωσε το ινστιτούτο «Αλέξη Τσίπρα» στο Μέγαρο Μουσικής στις 10 Ιούνη, η παρέμβασή του στο κλείσιμο θεωρήθηκε από πολλούς ως «ένα βήμα παραπάνω». Θεωρήθηκε βήμα προς τη συγκρότηση κόμματος που να καλύπτει τον λεγόμενο προοδευτικό χώρο και να υπερβαίνει τα σημερινά κόμματα της αντιπολίτευσης, που δεν φαίνεται, δημοσκοπικά, να έχουν τη δυνατότητα να κοντράρουν τον Μητσοτάκη και τη ΝΔ.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι η παρέμβαση του Τσίπρα έγινε μόλις δύο μέρες πριν ξεκινήσει το 5ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ (12-15 Ιούνη), στο οποίο απλώς παρευρέθηκε στην έναρξη των εργασιών του. Έδειξε έτσι ότι όταν το 2023 μετά την εκλογική συντριβή είχε πει ότι ο «ιστορικός κύκλος του ΣΥΡΙΖΑ έχει κλείσει», το εννοούσε πλήρως. Μεσολάβησε ένα διάστημα που οι «πειραματισμοί» με τον Κασσελάκη όχι μόνο δεν απέδωσαν, αλλά έφεραν έναν εκφυλιστικό κατήφορο, που δεν μπορούσε να ανακοπεί, παρά τους όποιους τακτικισμούς, τόσο των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και του ίδιου του Τσίπρα και οδήγησε στην πλήρη απαξίωση της λεγόμενης «Ριζοσπαστικής Αριστεράς».
Σήμερα, λοιπόν, που οι διεθνείς αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί έχουν πάρει πρωτόγνωρες διαστάσεις, με κεντρικό άξονα τον πόλεμο στην Ουκρανία, τη σφαγή του Παλαιστινιακού λαού από του σιωνιστές-ναζί και την τυχοδιωκτική επίθεση του Ισραήλ στο Ιράν, είναι φανερό ότι οι ανησυχίες της ντόπιας άρχουσας τάξης για τον ρόλο και τη θέση της στην περιοχή αλλά και την ίδια τη χώρα μεγαλώνουν. Πολύ περισσότερο όταν οι εξελίξεις στον οικονομικό τομέα δεν είναι καθόλου «ανθηρές» για τη ντόπια εξαρτημένη καπιταλιστική οικονομία, παρά τη συστηματική προσπάθεια από την κυβερνητική προπαγάνδα να παρουσιαστούν αλλιώς τα πράγματα. Στον «λογαριασμό» μπήκε και ο λαός, που με την ιστορικών διαστάσεων παρουσία του στην απεργία της 28ης Φλεβάρη έδειξε ότι το ρήγμα που τον χωρίζει από το σύστημα της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης μεγαλώνει και γίνεται αγεφύρωτο.
Όλα τα παραπάνω έχουν δημιουργήσει εδώ και καιρό μια αστάθεια στο αστικό πολιτικό σύστημα, τόσο στην κυβερνητική όσο και στην αντιπολιτευτική πλευρά. Η φθορά της κυβέρνησης σαν αποτέλεσμα της αντεργατικής-αντιλαϊκής πολιτικής της και της ευθυγράμμισης στις εντολές των ιμπεριαλιστών επικυρίαρχων (ΗΠΑ-ΕΕ) δεν ενισχύει μία αστική εναλλακτική, αλλά διαμορφώνει μια ασταθή πολιτική ρευστότητα, που προβληματίζει έντονα τα επιτελεία του συστήματος εντός και εκτός της χώρας. Το γεγονός ότι η «Πλεύση Ελευθερίας» της Κωνσταντοπούλου πέρασε δημοσκοπικά με ευκολία το ΠΑΣΟΚ, που φιλοδοξεί να πάρει τη θέση του «δεύτερου πυλώνα» στο αστικό πολιτικό σύστημα διαχείρισης, είναι αποκαλυπτικό τόσο της αστάθειας όσο και της ρευστότητας που επικρατεί και τρομάζει, γιατί τα «δύσκολα είναι μπροστά».
Το επόμενο διάστημα πρέπει να παρθούν δύσκολες αποφάσεις, που έχουν να κάνουν κυρίως με τις «υποχρεώσεις» της ντόπιας άρχουσας τάξης και του πολιτικού της προσωπικού να κλείσουν «εκκρεμότητες» χρόνων, από τις ελληνοτουρκικές αντιθέσεις έως το Κυπριακό και από τον ρόλο της Ελλάδας ως πολεμικό ορμητήριο των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών έως τις σχέσεις με τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, που συχνά δοκιμάζουν τον συμβιβασμό σε «δύο αφεντάδες». Όσο κι αν ο Μητσοτάκης και η ΝΔ συνολικά παριστάνουν ότι «φτάνουν και περισσεύουν», είναι φανερό ότι δεν αρκούν. Εξάλλου, το λένε ανοιχτά τόσο ο Καραμανλής όσο και ο Σαμαράς.
Υπάρχει ανοιχτό το ζήτημα της «αναστήλωσης» του αστικού πολιτικού συστήματος και κομμάτι της αποτελεί η συγκρότηση μίας ισχυρής αστικής εναλλακτικής κυβερνητικής διαχείρισης. Σε αυτό έρχεται να απαντήσει η παρέμβαση του Τσίπρα, ο οποίος μετά από μία «γόνιμη» παρουσία στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και σημαντικές επαφές στο πολυήμερο ταξίδι του στις ΗΠΑ, δηλώνει ότι: «Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ένα τέτοιο νέο όραμα και ένα τέτοιο νέο κίνημα. Μια ηθική, κοινωνική και πολιτική πρωτοβουλία που θα διατρέχει όλα τα προοδευτικά κόμματα, θα αγγίζει όσους έχουν γυρίσει την πλάτη στο πολιτικό σύστημα, θα απαντά στην ακροδεξιά δημαγωγία και θα δίνει κίνητρο στους πολίτες να σηκωθούν από τον καναπέ».
Το «κίνημα» αυτό θα έχει σαν προμετωπίδα του έναν «νέο πατριωτισμό» και η βάση του θα είναι «ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο εργαζόμενων, δημόσιας διοίκησης και οικονομικών φορέων που να βασίζεται στη δίκαιη και προοδευτική φορολογία». Αυτό το μοντέλο του «δημοκρατικού καπιταλισμού» θα είναι το αντίπαλο δέος του «αυταρχικού καπιταλισμού», που προωθεί σήμερα η ακροδεξιά σε συμμαχία με συντηρητικά και νεοφιλελεύθερα κόμματα.
Και για τις διεθνείς εξελίξεις η πρόταση είναι: «Την ίδια στιγμή, οι προοδευτικές δυνάμεις πρέπει να παλέψουν για μια νέα διεθνή τάξη συλλογικής ασφάλειας και βιώσιμης ανάπτυξης, σε έναν πολυπολικό κόσμο. Που να αντιμετωπίζει τις σύγχρονες προκλήσεις και κρίσεις χωρίς να επαναλαμβάνει τα φοβερά λάθη που έκανε η Δύση στο παρελθόν. Και αυτή η νέα τάξη πρέπει να έχει στο κέντρο της τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου».
Αυτές οι προτάσεις-θέσεις του Τσίπρα για «νέο πατριωτισμό», «ανθρώπινη ασφάλεια», «διεθνές δίκαιο», «δημοκρατικό καπιταλισμό», «νέο κοινωνικό συμβόλαιο» φιλοδοξούν να δημιουργήσουν ένα νέο «κίνημα» (μάλιστα έκανε αναφορές στο Σιάτλ, το Πόρτο Αλέγκρε, την Γένοβα κ.α.) που θα σηκώσει τους «κουρασμένους πολίτες» από τον… «καναπέ».
Είναι γεγονός ότι οι παρεμβάσεις του Τσίπρα δεν βάζουν άμεσα τη συγκρότηση ενός νέου πολιτικού φορέα, αλλά διαμορφώνουν το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσε να συγκροτηθεί. Ένα πολιτικό πλαίσιο που από τη μία κουβαλάει όλες τις (αυτ)απάτες εξωραϊσμού του βάρβαρου καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος και από την άλλη διακρίνεται για την «υπεύθυνη» διαχειριστική στάση του. Εξάλλου, η εμπειρία της ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών και η μετατροπή της «Ριζοσπαστικής Αριστεράς» σε οργανικό κομμάτι της επίθεσης στον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία από τη μία και από την άλλη η υποτακτική συμμόρφωση στις εντολές των ιμπεριαλιστών ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ σε πρωτόγνωρο βαθμό, δεν ξεχνιούνται και αποτελούν και σήμερα «διαβατήριο» για νέες «αναλήψεις».
Το πόσο γρήγορα ή πόσο αργά θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για τη συγκρότηση ενός ισχυρού «δεύτερου πυλώνα» του συστήματος είναι σε συνάρτηση με τις πολιτικές εξελίξεις σε εσωτερικό και διεθνές επίπεδο. Δεν είναι, όπως έχει ήδη αποδειχθεί, μία εύκολη υπόθεση, καθώς δεν τορπιλίζεται μόνο από τις μικροφιλοδοξίες της κάθε «κεντροαριστερής» ηγεσίας, αλλά κυρίως από τους όρους που γεννούν οι ίδιες οι εξελίξεις. Από τη φτώχεια και την ακρίβεια που κατατρώει την πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού μέχρι την υποβάθμιση της θέσης των μεσοστρωμάτων. Από τις «απαιτήσεις» της προσήλωσης στη «Δύση» μέχρι τις συγκεκριμένες «λύσεις» στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό. Βέβαια, υπάρχει και το ιστορικό παράδειγμα της συγκρότησης της «Ένωσης Κέντρου» από παράγοντες και κόμματα του χώρου το 1963 υπό την ηγεσία του Γ. Παπανδρέου μετά από ένα ταξίδι του Σοφοκλή Βενιζέλου στις ΗΠΑ, όπου του «συνέστησαν» την ενότητα του χώρου, για να υπάρξει στην Ελλάδα ένα «στιβαρό πολιτικό σύστημα». Αλλά αυτά είναι «παλιές ιστορίες», που δεν επαναλαμβάνονται. Ή μήπως όχι;