Λαϊκές κινητοποιήσεις στο Περού

Οι τακτικισμοί της κυβέρνησης δεν πείθουν

Μια μικρή ιστορική αναδρομή αναδεικνύει τις ρίζες της βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που μαστίζει σήμερα το Περού. Όταν, το 1992, ο πρώην πρόεδρος Φουτζιμόρι προκάλεσε το στημένο «πραξικόπημα» ενάντια στην ίδια του την κυβέρνηση, έβαλε τα θεμέλια ενός αυταρχικού καθεστώτος με νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις για την οικονομία και συγκέντρωση της δυνατότητας λήψης αποφάσεων στα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας, με παράλληλη υποβάθμιση του κοινοβουλίου, που μετατράπηκε σε σχεδόν διακοσμητικό όργανο και χειροκροτητή των αποφάσεων της κυβέρνησης. Σκοπός ήταν να αφήσει το πεδίο ελεύθερο για μεταρρυθμίσεις προς όφελος των ξένων πολυεθνικών και των ντόπιων υποτακτικών τους, ώστε να καρπώνονται ανενόχλητοι τον τεράστιο ορυκτό και δασικό πλούτο της χώρας. Πόσο μάλλον που, μετά τη συντριβή των αντάρτικων δυνάμεων του Φωτεινού Μονοπατιού και τη διάλυση των επιτροπών υπεράσπισης των δικαιωμάτων του λαού στην ύπαιθρο, οι λαϊκές αντιστάσεις και η δυνατότητα αυτοοργάνωσης των μαζών δέχθηκαν σοβαρό πλήγμα.

Το Υπουργείο Οικονομίας έγινε βασικός ρυθμιστής των εξελίξεων. Σε συνεργασία με τους μεγαλοεπιχειρηματίες και τις ξένες εταιρείες και με σιωπηρή συνενοχή της μαφίας των εμπόρων ναρκωτικών, προχώρησε σε εκτεταμένο κύμα ιδιωτικοποιήσεων βασικών τομέων της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, με αποτέλεσμα το βάθεμα των κοινωνικών ανισοτήτων και την παραπέρα φτωχοποίηση των λαϊκών στρωμάτων, τόσο στην ύπαιθρο όσο και στις πόλεις. Ταυτόχρονα, με προσφυγή σε δωροδοκίες και αθέμιτο ανταγωνισμό, οι ξένες πολυεθνικές εταιρείες απέκτησαν τον έλεγχο του εξορυκτικού τομέα, των επικοινωνιών, των τραπεζών, αλλά και των ίδιων των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης και συνταξιοδοτήσεων, επιβάλλοντας όρους δυσβάσταχτους για τον λαό στο όνομα των κερδών τους. Το κόστος ζωής για τις φτωχότερες μάζες ανέβηκε στα ύψη, εντείνοντας την εξαθλίωσή τους. Δόθηκε προτεραιότητα στον τομέα των εξαγωγών πρώτων υλών σε βάρος της βιομηχανικής παραγωγής.

Οι διαδοχικές κυβερνήσεις του Αλεχάντρο Τολέδο και του Αλάν Γκαρσία θεσμοθέτησαν συνταγματικά την ξεπουληματική οικονομική πολιτική, αφαιρώντας από τα εκλεγμένα δημοκρατικά όργανα (κοινοβούλιο και συνδικάτα) κάθε δυνατότητα παρέμβασης, προβάλλοντας το επιχείρημα της «οικονομικής σταθεροποίησης» και παγιώνοντας την ωμή εξουσία του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου. Είναι το αποκορύφωμα της νεοφιλελεύθερης αντιλαϊκής πολιτικής που εφαρμόστηκε στη Χιλή του Πινοσέτ, με την ανοχή και την υποχωρητικότητα των κομμάτων της καθεστωτικής αριστεράς, που πανηγυρίζει για τα ελάχιστα ψίχουλα που δίνονται στον λαό εν είδει «κοινωνικής πολιτικής».

Οι προσπάθειες για αντίσταση, μετά την ήττα του αντάρτικου κινήματος, ξεκίνησαν με λάθος τρόπο, κινούμενες κατά βάση από ΜΚΟ που χρηματοδοτούνται από διεθνή κεφάλαια. Οι ιθαγενείς κοινότητες και πληθυσμοί, που αντιδρούσαν ενάντια στην απαλλοτρίωση των εδαφών τους από τις εξορυκτικές εταιρείες, πόνταραν στην αντιπροσώπευση στο πλαίσιο ενός «κοινωνικού κράτους δικαίου», επηρεασμένες από το κύμα λαϊκισμού που αναπτυσσόταν σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής στις δεκαετίες του 2000 και του 2010. Επεδίωξαν να μιμηθούν τα μοντέλα της Βολιβίας και της Βραζιλίας, με πολύ ισχνά αποτελέσματα.

Το κίνημα διαμαρτυρίας κέρδισε τις πόλεις, με συμμετοχή διαφόρων στρωμάτων εργαζομένων στη βιομηχανία και στις υπηρεσίες, που σταδιακά συνειδητοποιούσαν ότι η χώρα χρειαζόταν μια ριζική αλλαγή, η οποία δεν μπορεί να υλοποιηθεί παρά μόνο με τη συνταγματική μεταρρύθμιση. Η αυξανόμενη πολιτικοποίηση των μαζών είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση εστιών αντίστασης και διεκδίκησης σε κάθε γωνιά της χώρας, που αμφισβητούσαν το ίδιο το αναπτυξιακό μοντέλο που ακολουθούσαν οι κυβερνήσεις, αλλά και τις αυταρχικές μεθόδους διακυβέρνησης.

Εικόνα από τις κινητοποιήσεις στη Λίμα και στη μεταλλευτική περιοχή του Ουαλγαγιόκ, το 2019

 

Οι εκλογικές αυταπάτες άρχισαν σιγά σιγά να σβήνουν και τα κινήματα διαμαρτυρίας φούντωσαν και προχώρησαν σε αποσπασματικές αλλά παρατεταμένες εξεγέρσεις, που οδήγησαν στην ένταση της καταστολής, ειδικότερα στις περιοχές εξόρυξης μεταλλευμάτων. Η απάντηση της κυβέρνησης ήταν να χαρακτηρίζει τους εξεγερμένους «ταραξίες», «τρομοκράτες» και «χειραγωγημένους ανεγκέφαλους», με τη γνωστή λογική των αντιδραστικών λατινοαμερικάνικων ιθυνόντων. Το Σεπτέμβρη του 2020, κάτω από την πίεση των λαϊκών κινητοποιήσεων, η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση κατέθεσε πρόταση μομφής κατά του προέδρου Μαρτίν Βισκάρρα, κατηγορώντας τον για «θεσμική και ηθική ανικανότητα να ελέγξει την κοινωνική αναταραχή». Τη θέση του ανέλαβε ο Μανουέλ Μερίνο, πρόεδρος του κοινοβουλίου, που αναγκάστηκε σε παραίτηση μόλις μία εβδομάδα αργότερα, αφού προκήρυξε πρόωρες εκλογές, και αντικαταστάθηκε από μια προσωρινή υπηρεσιακή κυβέρνηση.

Όμως, παρά τους ελιγμούς της νέας κυβέρνησης, που επίσης υποσχέθηκε τη συνταγματική μεταρρύθμιση, οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται και συνάμα η καταστολή γίνεται όλο και πιο άγρια. Μέλλει να δούμε τον συντονισμό όλων των εστιών αντίστασης, στις κοινότητες των ιθαγενών, στις αγροτικές περιοχές και στις πόλεις, που θα χαρίσει μια αχτίδα ελπίδας στις εκμεταλλευόμενες και εξαθλιωμένες λαϊκές μάζες.

Και μια τελευταία επισήμανση: παρά το γεγονός ότι η πανδημία θερίζει στο Περού, καμία δύναμη καταστολής δεν χρειάστηκε να επικαλεστεί το γελοίο πρόσχημα της «προστασίας της δημόσιας υγείας» για να χτυπήσει τους διαδηλωτές. Όσο προχωράει η φασιστικοποίηση, τα προσχήματα γίνονται περιττά.

 

ΔΙΕΘΝΗ 
Εμβόλιο Covid-19
Πριν ετοιμαστούν οι σύριγγες… βγήκαν τα μαχαίρια!
Ανταγωνισμοί ιμπεριαλιστών, βιασύνες και εμπόριο ελπίδας από φαρμακευτικούς κολοσσούς και κυβερνήσεις
Διεθνής αλληλεγγύη για την Banu Büyükavcı
Η πρωτοβουλία «Αλληλεγγύη στη Banu» διοργανώνει εκδηλώσεις διαμαρτυρίας στις 10 Δεκέμβρη