23 ΦΛΕΒΑΡΗ 2020

ΤΟΥΡΚΙΑ-ΣΥΡΙΑ-ΙΝΤΛΙΜΠ: Στη δίνη της ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης στη Συρία, αναδεικνύονται τα αδιέξοδα και δοκιμάζονται οι εύθραυστες συνεργασίες της της τούρκικης ηγεσίας

Εάν ήταν θέμα χρόνου να δοκιμαστεί σοβαρά η τακτική συμμαχία της τούρκικης ηγεσίας με τον ρωσικό ιμπεριαλισμό και ευρύτερα να αναδειχθούν τα αδιέξοδα των πολυεπίπεδων -τυχοδιωκτικών- κινήσεών της στην ευρύτερη περιοχή, ο θάνατος την προπερασμένη εβδομάδα μερικών Τούρκων στρατιωτών από τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις, έπαιξε τον ρόλο του καταλύτη για την απότομη εμφάνισή τους στο προσκήνιο.

Όσοι παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στο συριακό μέτωπο, δηλαδή στη σύγκρουση των ιμπεριαλιστών -και από κοντά και πίσω των τοπικών αρχουσών τάξεων- για τον έλεγχο της Συρίας, γνωρίζουν πως τα συριακά στρατεύματα με την υποστήριξη της ρωσικής πολεμικής αεροπορίας που εδρεύει στην βάση Χμεϊμίμ, επανεκκίνησαν την επιχείρηση ανακατάληψης των εδαφών στις επαρχίες της Ιντλίμπ και του Χαλεπίου (η πρώτη επιχείρηση είχε ξεκινήσει την περασμένη Άνοιξη) τον περασμένο Δεκέμβρη, ενώ η κατάσταση κλιμακώθηκε μέσα στον Φλεβάρη.

Τα στρατεύματα του Άσαντ, με την υποστήριξη της Ρωσίας και των ιρανικών πολιτοφυλακών, αυτές τις τρεις εβδομάδες προελαύνουν. Μέχρι στιγμής, μάλιστα, έχουν ανακαταλάβει την στρατηγικής σημασίας πόλη Σαρακέμπ και πάνω από 30 χωριά που ήταν στα χέρια των αντικαθεστωτικών από το 2012. Έτσι, έχουν ανακτήσει τον πλήρη έλεγχο του αυτοκινητόδρομου Μ5 που συνδέει την πρωτεύουσα Δαμασκό με το Χαλέπι, φτάνοντας μάλιστα σε απόσταση δέκα περίπου χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα Ιντλίμπ της ομώνυμης επαρχίας. Αυτό σημαίνει πως τα μισά τουλάχιστον από τα δώδεκα τούρκικα φυλάκια που είχαν εγκατασταθεί στις «ζώνες αποκλιμάκωσης» με βάση την συμφωνία του Σότσι το 2018 (άλλα τόσα είχαν εγκατασταθεί από την άλλη πλευρά από τα στρατεύματα του Άσαντ), βρίσκονται περικυκλωμένα από τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις!

Η αφορμή και εν μέρει αιτία της επιχείρησης αυτής των Άσαντ-Ρωσίας-ιρανικών πολιτοφυλακών ήταν, όπως λέχθηκε, ορισμένες σποραδικές επιθέσεις των ένοπλων αντικαθεστωτικών που βρίσκονται υπό την προστασία της Τουρκίας, δηλαδή η αθέτηση, όπως λένε Ρώσοι αξιωματούχοι των συμφωνηθέντων στο Σότσι από μέρους της Τουρκίας. Ωστόσο, ορισμένα γεγονότα έπαιξαν επίσης έναν σοβαρό ρόλο στην όλη εξέλιξη. Το πρώτο αφορά την αποστολή στο μέτωπο της Λιβύης Σύρων αντικαθεστωτικών που στρατολογήθηκαν από τις περιοχές Ιντλίμπ και Χαλέπι, για να πολεμήσουν στο πλευρό του δοτού πρωθυπουργού Σάρατζ και άρα ενάντια στον στρατηγό Χαφτάρ που στηρίζει η Ρωσία. Το δεύτερο είναι η απόφαση της Γερμανίας να στηρίξει οικονομικά την εγκατάσταση μισού εκατομμυρίου Σύρων Τουρκομάνων στην επαρχία Ιντλίμπ, γεγονός που θα εδραίωνε την παρουσία της Τουρκίας στη Συρία και θα της έδινε σημαντικό ρόλο «στην επόμενη μέρα» της συριακής σύγκρουσης, κάτι που ξεπερνούσε τις ρωσικές «κόκκινες γραμμές». Το ρωσικό ΥΠΕΞ, άλλωστε, τις προηγούμενες μέρες το δήλωσε καθαρά: «Οι ζώνες αποκλιμάκωσης της συμφωνίας του Σότσι ήταν ένα προσωρινό μέτρο, που δεν θα πρέπει ουδόλως να περιορίσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Συρίας ή τον αγώνα της ενάντια στην τρομοκρατία». Επιπλέον, και η δήλωση Ερντογάν για την Κριμαία ήταν μια ένδειξη πως η τακτική συνεργασία της Ρωσίας με την Τουρκία έχει πιάσει «οροφή» και η τούρκικη ηγεσία, μπροστά στα αδιέξοδα που συναντά λόγω της υπερέκθεσής της στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου, κάνει κινήσεις επαναπροσέγγισης με τις ΗΠΑ.

Η Ρωσία γνώριζε από την αρχή τους περιορισμούς και τα όρια της τακτικής της συνεργασίας με την εξαρτημένη από τον δυτικό ιμπεριαλισμό, τούρκικη αστική τάξη και τη σημερινή της πολιτική εκπροσώπηση. Όντας όμως η κυρίαρχη σ’ αυτή τη συνεργασία, θέλησε και συνεχίζει να θέλει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τη δυσαρέσκεια της Τουρκίας τόσο για την χρησιμοποίηση των Κούρδων από τις ΗΠΑ όσο και για τον ρόλο τους στο αποτυχημένο πραξικόπημα. Έτσι, δεν συνεργάστηκε μαζί της μόνο στη συριακή σύγκρουση –αν και είχαν και εξακολουθούν να έχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα και αλληλοσυγκρουόμενες βλέψεις- αλλά επιχείρησε επιπλέον μέσω του Turkish Stream, του πυρηνικού εργοστασίου και προπαντός μέσω των S-400, να διευρύνει το χάσμα και τις σφήνες στις αμερικανοτουρκικές στρατηγικές σχέσεις.

Το ζήτημα είναι ότι μάλλον η τουρκική ηγεσία υπερεκτίμησε τις δυνατότητές της, τόσο γενικά, όσο και ειδικά, όσον αφορά το παιχνίδι με τη σκληρή αμερικανορωσική αντιπαράθεση στην περιοχή και όχι μόνο. Έτσι, προσπάθησε να προσποριστεί κι αυτή οφέλη από μια αντιπαράθεση, δημιουργώντας όμως ρήγματα στη σχέση της με ΗΠΑ και Δύση και μπαίνοντας σε μια συνεργασία στην οποία ήταν ο αδύναμος πόλος. Σήμερα, φανερά στριμωγμένη, προχωρά σ’ ένα μπαράζ αλλεπάλληλων διαβουλεύσεων με Ρώσους και Αμερικανούς αξιωματούχους, για να κατοχυρώσει όσο δυνατόν περισσότερα και σε κάθε περίπτωση να μην βρεθεί χαμένη. Από την άλλη, με τη συνεχώς δυσχερέστερη θέση της στα πεδία των μαχών (Ιντλίμπ), κάνει σκληρές δηλώσεις χρεώνοντας σφαγές αμάχων σε Ρωσία και Άσαντ, έχει αυξήσει τα στρατεύματά της στην Ιντλίμπ, ενώ έχει αναγκαστεί να κάνει κινήσεις όπως η συγκέντρωση στρατευμάτων στα σύνορα με τη Συρία, απειλώντας με τέταρτη στη σειρά εισβολή. Αυτές οι απειλές, όμως, κινδυνεύουν να μείνουν μετέωρες και να γυρίσουν μπούμερανγκ στην τούρκικη ηγεσία, ενόσω από τη μια δεν έχουν τη συγκατάθεση της Ρωσίας, που έως τώρα δεν δίνει ή δείχνει την ανοχή της και από την άλλη δεν αποσπούν την ενεργητική στήριξη των ΗΠΑ και της Δύσης, όπως φάνηκε από τις δηλώσεις αξιωματούχων του ΝΑΤΟ σχετικά με την αίτηση της Τουρκίας να ενεργοποιηθεί το άρθρο 5.

Φυσικά, ο Λευκός Οίκος δεν μπορεί παρά να αισθάνεται ικανοποίηση που η περσινή του κίνηση να «αποσύρει» τη στήριξή του στους Κούρδους του YPG, η οποία χαρακτηρίστηκε από πολλούς «αλλοπρόσαλλη», συνέβαλλε στα προβλήματα που σήμερα αντιμετωπίζει η ρωσοτουρκική συνεργασία, η οποία τόσο έχει κοστίζει στους αμερικανικούς σχεδιασμούς στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Έτσι ο Τραμπ, «σαν έτοιμος από καιρό» άρπαξε την ευκαιρία και «παρότρυνε την κυβέρνηση της Ρωσίας να πάψει να στηρίζει τις ωμότητες του καθεστώτος Άσαντ», ενώ οι υπουργοί Πομπέο, Εσπέρ και ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για τη Συρία Τζέιμς Τζέφρι, καταδίκαζαν την επίθεση κατά Τούρκων στρατιωτών και πύκνωναν τις επαφές τους με την τουρκική ηγεσία με σκοπό να επιταχυνθεί η επαναφορά της Τουρκίας στις αμερικανοΝΑΤΟϊκές νόρμες. Παράλληλα και για την υποβοήθηση της προσέγγισης, στις ΗΠΑ «μπήκε στο ψυγείο» η υπόθεση δίωξης της τούρκικης τράπεζας Halkbank, που κατηγορείται ότι παραβίαζε το εμπάργκο στο Ιράν και αφορούσε τον Τούρκο Υπουργό Οικονομικών και γαμπρό του Ερντογάν, Αλμπαϊράκ.

Νομίζουμε ότι αυτό που αναζητεί ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός είναι μια προσέγγιση των δύο πλευρών στο ζήτημα της Συρίας, τέτοια που, με αντάλλαγμα κάποιο ρόλο της Τουρκίας σε Συρία-Μέση Ανατολή (και Ανατολική Μεσόγειο) αλλά και με διασφαλίσεις προς αυτήν όσον αφορά το Κουρδικό, να ξαναβάζει τις ΗΠΑ με αναβαθμισμένους όρους στη συριακή σύγκρουση, ενώ να ανοίγει τον δρόμο για τη συμβολή της Τουρκίας στην αμερικανική αντι-ιρανική εκστρατεία, που παραμένει βαλτωμένη. Πρόκειται για μια διαδικασία διόλου εύκολη, διότι στο «συριακό», ο στρατηγικός ανταγωνιστής του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, η Ρωσία, έχει κατακτήσει σημαντικά πλεονεκτήματα και θέσεις, που δύσκολα ανατρέπονται ή προσπερνιούνται. Αλλά και γιατί παραμένουν στο ακέραιο όλα τα υπόλοιπα αγκάθια στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας μαζί με την αμοιβαία καχυποψία για το τι μπορεί να περιμένει και να ελπίζει ο ένας από τον άλλο. Για αυτό και την ίδια στιγμή που ο Ερντογάν αναζητά τις πλάτες των ΗΠΑ (με τον Μπαχτσελί να φτάνει να δηλώνει πως πρέπει να αναθεωρηθούν ριζικά οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία), δηλώνει έτοιμος να περιορίσει τους «απείθαρχους αντικαθεστωτικούς» προσβλέποντας σε μια, έστω την τελευταία στιγμή, ανανέωση της συμφωνίας του Σότσι με τη Ρωσία.

Το τοπίο που διαμορφώνεται είναι αρκετά ρευστό και επικίνδυνο. Έτσι, τις τελευταίες μέρες στο εσωτερικό της Τουρκίας έχουμε όργιο φημών για πραξικόπημα, που συνδυάζεται με εκατοντάδες συλλήψεις φερόμενων ως γκιουλενιστών. Οι φήμες ξεκίνησαν πριν ένα μήνα και μετά την δημοσίευση της έκθεσης της αμερικανικής «δεξαμενής σκέψης» RAND Corporation για λογαριασμό του αμερικανικού στρατού, που υποστηρίζει ότι η απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να διώξει εκατοντάδες αξιωματικούς από το στράτευμα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, έχουν προκαλέσει μεγάλη δυσαρέσκεια στους κόλπους του τουρκικού στρατού. Παράλληλα, ο τέως πρόεδρος της Τουρκίας, Αμπντουλάχ Γκιουλ, σε μια ευθεία επίθεση ενάντια στον Ερντογάν και με αποστολή μηνυμάτων προς όλες τις κατευθύνσεις, δήλωσε πως η Τουρκία «πρέπει να είναι μέρος του Δυτικού μπλοκ», η αγορά των S-400 ήταν ένα λάθος, και πως «η ασυμβατότητα μεταξύ του ρωσικού συστήματος όπλων και του εξοπλισμού του ΝΑΤΟ υπονόμευσε τη δύναμη του τουρκικού στρατού».

Από την άλλη και όσον αφορά την κινούμενη άμμο της Ιντλίμπ, πλησιάζει το τέλος Φεβρουαρίου, το όριο, δηλαδή, που έχει θέσει ο Ερντογάν για να κάνει πράξη την τέταρτη εισβολή στη Συρία. Πρόκειται για μια εξέλιξη που θεωρούμε πολύ δύσκολη, αλλά όχι αδύνατη και η οποία, εάν πραγματοποιηθεί, θα λειτουργήσει εμπρηστικά και σε άμεση συνάφεια με τους όρους κάτω από τους οποίους θα πραγματοποιηθεί: είτε γίνει μια περιορισμένη εισβολή με τη σύμφωνη γνώμη του Πούτιν, που θα ικανοποιεί σχετικά την τουρκική ηγεσία ενώ θα ανανεώνει, έστω με πιο χαμηλές προδιαγραφές, τη χρήσιμη για τη Ρωσία -εύθραυστη- συνεργασία της με την Τουρκία, μεταφέροντας στο κοντινό μέλλον τα προβλήματα· είτε πραγματοποιηθεί σαν μια άκρως τυχοδιωκτική «φυγή προς τα εμπρός» της τούρκικης ηγεσίας· είτε «τέλος» οι απειλές γίνουν πράξη χωρίς την ανοχή της Ρωσίας αλλά με την έγκριση (των ΗΠΑ). Αυξάνονται, όμως, έτσι οι πιθανότητες να μετατραπεί άμεσα η συριακή διαμάχη σε μια γενικευμένη περιφερειακή σύγκρουση, προοπτική εφιαλτική για τους λαούς της περιοχής.

Αναζήτηση
Social Media

Βουλευτικές Εκλογές 2023
Αντίσταση - Οργάνωση

 
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr