04 ΜΑΗ 2017

Τουρκία: Νίκη Ερντογάν, αμφίρροπο αποτέλεσμα, νέα φάση στην ενδοαστική σύγκρουση

Η πολύπλευρη εσωτερική πολιτική αναμέτρηση στην Τουρκία μπήκε σε μια νέα φάση ύστερα από το δημοψήφισμα της Κυριακής 16 Απριλίου 2017. Όπως είναι ήδη γνωστό, στο δημοψήφισμα υπερίσχυσε το «ΝΑΙ» στις προτάσεις για τις συνταγματικές αλλαγές, οι οποίες όταν εφαρμοστούν το 2019, θα μετατρέψουν την διακυβέρνηση σε προεδρική. Η υπερίσχυση όμως υπήρξε σχεδόν οριακή και έδωσε την δυνατότητα στην αντιπολίτευση να την αμφισβητήσει. Οριακή όχι μόνο εξαιτίας των αριθμών. Σύμφωνα με τα ανεπίσημα αποτελέσματα, μιας και μέχρι σήμερα (27/4) δεν υπάρχει η τελική ανακοίνωση, το στρατόπεδο του ΝΑΙ συγκέντρωσε 25,2 εκατομμύρια ψήφους έναντι 23,8 που ψήφισαν ΟΧΙ, τα λευκά και τα άκυρα ήταν 865 χιλιάδες και τα ποσοστά διαμορφώθηκαν σε 51,41% έναντι 48,59%. Είναι χαρακτηριστικό πως μόλις 260 χιλιάδες περισσότεροι από τους μισούς ψηφοφόρους, από το σύνολο των 49,8 εκατομμυρίων που πήγαν στα εκλογικά τμήματα, έδωσαν έγκυρη θετική ψήφο στην πρωτοβουλία του Ερντογάν και του AKP. Η συμμετοχή έφτασε στο 85 % των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, το υψηλότερο από τα προηγούμενα δημοψηφίσματα ( 2007-2010) και ίδιο σχεδόν με τις βουλευτικές του Νοεμβρίου του 2015 σε ένα εκλογικό σώμα περίπου 58,5 εκατομμυρίων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ψήφισαν στο εξωτερικό.

Ο χαρακτηρισμός ως οριακής δικαιώνεται από την μελέτη των αριθμών αλλά ίσως δεν επαρκεί για να περιγράψει ειδικότερες πλευρές του αποτελέσματος. Αποτέλεσμα το οποίο κρύβει παλιές και νέες εσωτερικές αντιθέσεις και ίσως αποτελεί την πιο διαιρετική εκλογική εικόνα της τούρκικης κοινωνίας στην τελευταία δεκαπενταετία. Από τη μία, η εκλογική συμπεριφορά των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας, κυρίως της Πόλης, και από την άλλη η επισφράγιση της διάρρηξης των σχέσεων του AKP με τον κουρδικό πληθυσμό σε πλήρη αντίθεση με τα δημοψηφίσματα του 2007-2010. Για πρώτη φορά από το 2002, έτος στο οποίο αναρριχήθηκε στην εξουσία, το AKP χάνει εκλογές στο μεγαλύτερο και σημαντικότερο αστικό κέντρο της Τουρκίας (18,5 % του εθνικού εκλογικού σώματος), στο οποίο ο Ερντογάν υπήρξε για μεγάλο διάστημα δήμαρχος. Οι περιπτώσεις της Σμύρνης και της περιφέρειας της Άγκυρας συμπληρώνουν την εικόνα. Για τις περιοχές που βρίσκονται σε όλα τα μεσογειακά παράλια μαζί και η ανατολική Θράκη η εικόνα δεν προξένησε εντύπωση. Ήταν η συνηθισμένη και από τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Από την Αδριανούπολη και το Τσανάκαλε ως τα Άδανα και την Αλεξανδρέττα υπερίσχυσε με σημαντικά ποσοστά το ΟΧΙ. Σύμφωνα με τον Σολί Οζέλ, καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Καντίρ Χας της Πόλης, από τις είκοσι οικονομικά πιο σημαντικές πόλεις της Τουρκίας, οι ψηφοφόροι σε δεκατρείς από αυτές, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 62% του συνολικού εθνικού εισοδήματος, ψήφισαν κατά των συνταγματικών αλλαγών.

Όπως τονίσαμε και πριν το δημοψήφισμα, η διαδικασία προς μια προεδρική Τουρκία δεν ξεκίνησε με τον Ερντογάν ούτε διατυπώθηκε εξαρχής ως πρόταση από την ισλαμιστική πτέρυγα. Προβλήθηκε ως ανάγκη τη δεκαετία του Ογδόντα και υπήρξε επιδίωξη ευρύτερων αστικών πολιτικών δυνάμεων και οικονομικών παραγόντων από τα πρώτα χρόνια της «πολιτικοποίησης» της δικτατορίας Εβρέν. Η λεγόμενη τούρκικη κεντροδεξιά, η οποία εν πολλοίς κυβέρνησε μαζί με τον στρατό τη μετά-πραξικοπηματική Τουρκία, την είχε μόνιμα στην ατζέντα της. Πολιτικοί όπως ο Ντεμιρέλ και ο Οζάλ είχαν ταχθεί υπέρ της άμεσης εκλογής του προέδρου από γενική ψηφοφορία, στοιχείο που θεωρούσαν παράγοντα ενδυνάμωσης του θεσμού. Όλες σχεδόν οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις αλλά και ορισμένες αλλαγές στον κανονισμό της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης από το 1996 θεωρούνται από πολλούς συνταγματολόγους πως συνέτειναν σε μια αργή αλλά σταθερή πορεία προς την πολιτειακή μεταμόρφωση της διακυβέρνησης στην Τουρκία. Ο Ερντογάν και το AKP δεν καινοτόμησαν αλλά άρπαξαν την ευκαιρία και μπήκαν επικεφαλής αυτής της διαδικασίας επιδιώκοντας την ηγεμονία και βάζοντας την δική τους σφραγίδα σε αυτήν την εξέλιξη.

Η εν εξελίξει αυτή πολιτειακή μεταμόρφωση, όπως είναι γνωστό, αποτέλεσε τμήμα μιας ευρύτερης ενδοαστικής αναμέτρησης που εξελίχθηκε και θα συνεχίσει να εκτυλίσσεται στο εσωτερικό του τουρκικού κοινωνικού-πολιτικού καθεστώτος. Ο Ερντογάν και η ηγεσία του AKP, τόσο με την παλαιά σύνθεση της όσο και με τη σημερινή, επιτάχυναν αυτή τη διαδικασία αφότου άρχισαν να κερδίζουν τις διαδοχικές συγκρούσεις με τις ηγεσίες του στρατού και του δικαστικού σώματος, πετυχαίνοντας να αλλάξουν σε σημαντικό βαθμό τους συσχετισμούς στα παραδοσιακά κέντρα ισχύος. Η καλοκαιρινή απόπειρα πραξικοπήματος από μια μικρή μερίδα αξιωματικών, για τα κίνητρα και τις διασυνδέσεις των οποίων υπάρχουν πολλές εκδοχές, αλλά και μια σειρά εξελίξεις κυρίως στα μέτωπα της εξωτερικής πολιτικής, πίεσαν αλλά και διευκόλυναν τον Ερντογάν να προχωρήσει στο δημοψήφισμα. Χρησιμοποίησε επιχειρήματα για την διαμόρφωση μιας ισχυρής προεδρικής εξουσίας έναντι των αδύναμων κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων ως απαραίτητο στοιχείο για την αντιμετώπιση των βαθιών εσωτερικών αντιθέσεων και προβλημάτων αλλά και ενόψει υπαρξιακών διλημμάτων για τον ρόλο της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή. Ανεξάρτητα από τις ιδιοτελείς προθέσεις του Ερντογάν και του AKP να αναγορευτούν ως το ισχυρότερο πολιτικό κέντρο στα πλαίσια του καθεστώτος, το πιο σημαντικό είναι πως αυτή η πρωτοβουλία απηχεί διαθέσεις σε ευρύτερα τμήματα της τούρκικης μεγαλοαστικής τάξης. Οι ενδοαστικές αντιθέσεις που αποτυπώθηκαν και στο αποτέλεσμα, αφορούν την διεκδίκηση της ηγεμονίας στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας και όχι για το αν πρέπει να υπάρξει μια ισχυρή- συγκεντρωτική καθεστωτική μορφή διακυβέρνησης. Η τρέχουσα φιλολογία για την μετατροπή του Ερντογάν σε νέο Σουλτάνο εκτός από εντελώς λαθεμένη συντείνει στο να συσκοτίζονται οι αληθινές προθέσεις και ο χαρακτήρας των αντιθέσεων.

Από την άλλη πλευρά, ο χαρακτήρας της ενδοαστικής αντίθεσης δεν πρέπει να μας εμποδίζει να δούμε υπαρκτά δημοκρατικά ζητήματα που δημιουργεί η εσωτερική πολιτική Ερντογάν, ειδικά το τελευταίο διάστημα. Αν και δεν είναι κάτι καινούριο για την Τουρκία, τον τελευταίο καιρό, στα πλαίσια του παρατεινόμενου καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, έχουν κλιμακωθεί οι διώξεις, οι φυλακίσεις και τα κυνηγητά ενάντια σε κάθε αντιπολιτευόμενη φωνή, με το πρόσχημα του αγώνα ενάντια στην οργάνωση του Γκιουλέν και τους πραξικοπηματίες. Στόχος κυρίως συνδικαλιστές, στελέχη δημοκρατικών οργανώσεων και βέβαια οι δυνάμεις της Αριστεράς και του κουρδικού κινήματος. Τα ίδια και πολύ χειρότερα διαδραματίζονται στην ανατολική Τουρκία στις κουρδικές περιοχές εδώ και καιρό, με τον στρατό να διεξάγει ολοκληρωτικές πολεμικές επιχειρήσεις. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, το λιγότερο για το οποίο θα μπορούσε να κατηγορηθεί ο Ερντογάν είναι οι παρατυπίες και οι πρακτικές νόθευσης του δημοψηφίσματος. Όλα αυτά που σωστά καταγγέλλονται αντίθετα με άλλες αναλύσεις δικαιώνουν όσους ισχυρίζονταν από καιρό πως και οι δύο αστικές πτέρυγες που αντιμάχονται δεν διεκδικούν μια ηγεμονία στα πλαίσια μιας – έστω- αστικής δημοκρατίας. Αλλά ενός φασιστικού καθεστώτος με κοινοβουλευτικό μανδύα. Κεμαλιστές, ισλαμιστές και γκιουλενιστές, ανεξάρτητα από τις σκληρές συγκρούσεις αναμεταξύ τους, έχουν την ίδια στάση έναντι των λαϊκών και εργατικών κινητοποιήσεων, των εθνικών διεκδικήσεων και των δημοκρατικών αιτημάτων.

Ο Ερντογαν και τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ (παρά τον σκεπτικισμό που δημιούργησε το αμφίρροπο αποτέλεσμα) πανηγύρισαν ιδιαίτερα τα ποσοστά που συγκέντρωσε το ΝΑΙ στις περιφέρειες του τουρκικού Κουρδιστάν. Πράγματι, από τη μελέτη των αποτελεσμάτων, διακρίνει κανείς πως το ΝΑΙ συγκέντρωσε περισσότερους ψήφους από όσους είχε πάρει το AKP στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές τον Νοέμβρη του 2015. Αν και η σύγκριση δεν μπορεί να είναι ευθεία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές αναμετρήσεις και με σχεδόν όλη την ηγεσία του φιλοκουρδικού HDP στις φυλακές, δύο παράγοντες, κατά την γνώμη μας, κατά πάσα πιθανότητα έπαιξαν ρόλο. Από τη μία, η βαριά τρομοκρατία που επιβλήθηκε τους τελευταίους μήνες επέδρασε στην συμπεριφορά σε ορισμένα τμήματα του πληθυσμού. Από την άλλη, η στάση ορισμένων μερίδων της κουρδικής ελίτ που συνεχίζουν να θεωρούν πως μπορεί να γίνει παζάρι με τον Ερντογάν. Ανεξάρτητα όμως από αυτά τα στοιχεία, η γενική εικόνα δεν αλλάζει. Το αποτέλεσμα σε όλη νοτιοανατολική Τουρκία δείχνει πως ο Ερντογάν έχει χάσει την επιρροή που διατηρούσε σε αυτούς τους πληθυσμούς, γεγονός που θα παίξει σημαντικό ρόλο και στο μέλλον.

Αρκετοί παρατηρητές των τουρκικών εξελίξεων συμφωνούν πως αν και ο Ερντογάν κέρδισε τον πρώτο γύρο μιας σκληρής αναμέτρησης, τα επόμενα δύο χρόνια θα είναι το ίδιο σκληρά μέχρι να φτάσει ο δεύτερος γύρος το 2019, χρονιά των προεδρικών εκλογών. Αν και είναι πολύ δύσκολο να γίνουν προβλέψεις μέσα σε ένα τέτοιο σύνθετο και ανοικτό σε διάφορα ενδεχόμενα τοπίο μπορούν να διατυπωθούν ορισμένες εκτιμήσεις. Πρώτον, εκ μέρους του Ερντογάν θα ήταν λογικό να περιμένει κανείς ορισμένα πολιτικά ανοίγματα για να διευρυνθεί η βάση στήριξης για να εκλεγεί ξανά στην προεδρία. Διαθέτει την πρωτοβουλία των κινήσεων αλλά μένει να δούμε αν θα κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση καθώς και τα περιθώρια επιτυχίας μιας τέτοιας πρωτοβουλίας. Πάντως, με τα σημερινά δεδομένα τα πράγματα είναι δύσκολα. Από την άλλη, όχι μόνο ο Ερντογάν αλλά και όλες οι μερίδες της μεγαλοαστικής τάξης βρίσκονται αντικειμενικά εμπρός σε σοβαρά διλήμματα σχετικά με τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας. Στα ήδη γνωστά προβλήματα με επίκεντρο τον πόλεμο στην Συρία έχουν προστεθεί και νέα, με πιο σημαντικό την επιδείνωση των σχέσεων με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Η τοποθέτηση της Τουρκίας σε καθεστώς επιτήρησης από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, οι απειλές για πλήρη διακοπή των παγωμένων από καιρό ενταξιακών διαπραγματεύσεων, τα προβλήματα με την υλοποίηση της συμφωνίας για το προσφυγικό σε συνδυασμό με τα όσα συνέβησαν προεκλογικά σε Ολλανδία και Γερμανία είναι ορισμένα νέα στοιχεία της πλήρους διαταραγμένης σχέσης της Άγκυρας με τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Όσο και αν δηλώνει ο Ερντογάν πως υπάρχει και εναλλακτική πορεία, η κατάσταση αυτή δημιουργεί σοβαρούς προβληματισμούς και διλήμματα στο σύνολο της τουρκικής ελίτ. Δεύτερον, πρέπει να αναμένονται εξελίξεις και πολιτικές κινήσεις στα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά και στο Εθνικιστικό του Μπαχτσελί, οι υποστηρικτές του οποίου στην πλειοψηφία τους δεν ακολούθησαν την γραμμή της ηγεσίας που συντάχθηκε με το ΝΑΙ. Τρίτον, θα πρέπει να γίνει μια εκατέρωθεν προσπάθεια για αποκατάσταση των σχέσεων της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον και τη νέα αμερικάνικη προεδρίας, αρχής γενομένης από το επικείμενο ταξίδι του Ερντογάν στις ΗΠΑ. Σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αδυνατεί να βρει μια κοινή πολιτική έναντι της Τουρκίας, οι ΗΠΑ γνωρίζουν τι θέλουν από την Τουρκία. Αν καταφέρουν να διευθετήσουν -έστω και προσωρινά- τις αντιθέσεις που έχουν προκύψει κυρίως για τη Συρία και το Κουρδικό, ίσως μπορέσουν να δώσουν στον Ερντογάν μια επιπλέον στήριξη στις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει εφεξής. Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά φυσικά εάν οι εξελίξεις στην περιοχή δεν αναγκάσουν τον Ερντογάν σε επιπλέον σκλήρυνση της στάσης του ή δεν βάλουν εμπρός του υπαρξιακά διλήμματα.

Δ.Π.

Αναζήτηση
10η Συνδιάσκεψη
Social Media

Βουλευτικές Εκλογές 2023
Αντίσταση - Οργάνωση

 
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr