19 ΓΕΝΑΡΗ 2009

Η εξέγερση της νεολαίας Συμπεράσματα – εκτιμήσεις

Μπροστάρης η νεολαία

Το υπόβαθρο της εξέγερσης
Η δολοφονία του 15χρονου υπήρξε η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Προφανώς η νεολαιίστικη έκρηξη δεν τροφοδοτήθηκε, ούτε συντηρήθηκε, μόνο από τις συνέπειες και τον απόηχο της στυγερής δολοφονίας αλλά άντλησε καύσιμα, διάρκεια και οργή από τη γενικευμένη αγανάκτηση που συσσωρεύει ο λαός, οι εργαζόμενοι, οι αγρότες, από τη συνεχόμενη και κλιμακούμενη επίθεση που δέχονται τις τελευταίες δεκαετίες.
Προφανώς η νεολαία δεν λειτουργεί μόνο για τον εαυτό της αλλά είναι επίσης πολύ ευαίσθητος δέκτης ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών μηνυμάτων και ανακατατάξεων. Με αυτή την έννοια η ένταση και έκταση της οργής με την οποία έδρασε και κινητοποιήθηκε, κουβαλάει τη σφραγίδα και της όλης λαϊκής αναστάτωσης που προκλήθηκε από την όξυνση της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης.
Από την άλλη, η νεολαία, βγαίνοντας μπροστά, συμπαρέσυρε στη δυναμική της κομμάτια λαού και εργαζόμενων και αγροτών, ιδιαίτερα τα πιο πολιτικοποιημένα, που βρίσκονται στη βάση όχι μόνων των αριστερών κομμάτων αλλά και του ΠΑΣΟΚ.
Βέβαια, για να μην παρεξηγηθούμε, η συμμετοχή λαϊκών στρωμάτων, εργαζόμενων και αγροτών, ιδιαίτερα στην απεργιακή κινητοποίηση της 10ης Δεκέμβρη, δεν ήταν της έντασης και της έκτασης που θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν στην εκτίμηση ότι έχουμε να κάνουμε με μια ευρύτερη λαϊκή εξέγερση και αυτό φυσικά είναι, τουλάχιστον για μας, αποτέλεσμα κατανοητό και ερμηνεύσιμο και δεν έχει να κάνει βέβαια με τη διάθεση του λαού αλλά με τον ρόλο της Αριστεράς και τους συνεχιζόμενους αρνητικούς συσχετισμούς υπέρ του συστήματος και σε βάρος του λαού.
Το τωρινό ξέσπασμα έχει σαφώς αναλογίες αλλά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε σχέση με τον πρόσφατο σπουδαστικό ξεσηκωμό για τον νόμο-πλαίσιο. Εχει σαφείς αναλογίες αν αναλογιστούμε τη βάση που τα τροφοδοτεί και που δεν είναι άλλη από την αδικία και βαρβαρότητα του καπιταλιστικού συστήματος, ανεξάρτητα του τι λένε οι κονδυλοφόροι του συστήματος. Επίσης δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι αρκετές αποτυπώσεις και αποκρυσταλλώσεις του σπουδαστικού αγώνα ενάντια στον νόμο-πλαίσιο και το άρθρο 16, λειτούργησαν προσθετικά και αξιοποιήθηκαν ακόμα και αυθόρμητα από τις τωρινές κινητοποιήσεις. Το καινούργιο και ιδιαίτερα ενθαρρυντικό είναι ότι η τωρινή εξέγερση δεν στηρίχτηκε μόνο σε τμήματα νεολαίας που φοιτούν σε ΑΕΙ και ΤΕΙ αλλά αγκάλιασε ευρύτερα τμήματα νεολαίας των πόλεων και της υπαίθρου και άπλωσε από την μια άκρη της Ελλάδας ως την άλλη.
Ανεξάρτητα λοιπόν του όποιου ρόλου έπαιξαν οι διάφορες πολιτικές δυνάμεις, ανεξάρτητα του βαθμού πολιτικοποίησης των διαφόρων τμημάτων της νεολαίας, η πρόσφατη νεανική εξέγερση συνένωσε αντικειμενικά αρκετά κομμάτια της νεολαίας με ποικίλες ταξικές αναφορές. Από τα πιο «καλοζωισμένα», μέχρι τα τμήματα της νεολαίας που νωρίς έχουν βγει στην παραγωγή, έχουν ξεπεταχτεί στο περιθώριο από το εκπαιδευτικό σύστημα και βιώνουν επίσης από νωρίς το φάσμα της ανεργίας. Με αυτή την έννοια δεν έχουμε να κάνουμε με έναν συντεχνιακό αγώνα αλλά με μια καθαρά πολιτική αντίδραση, με ένα βροντερό πολιτικό ΟΧΙ απέναντι σε αυτούς που στα μάτια της νεολαίας είναι υπεύθυνοι για τα όσα βιώνει και την καταπιέζουν.
Φυσικά τις πρώτες μέρες το μεγαλύτερο μέρος της οργής της νεολαίας στράφηκε προς τις δυνάμεις καταστολής που αποτέλεσαν και τον πρώτο αποδέκτη του μίσους της νεολαίας.
Βεβαίως σε αυτό συνετέλεσε και η στάση όχι μόνο της κυβέρνησης αλλά και άλλων δυνάμεων που υποτίθεται ότι αναφέρονται στο σύστημα, οι οποίες ήθελαν να σπρώξουν τους ξεσηκωμένους να βαράνε το σαμάρι και όχι το γαϊδούρι!
Το ΚΚΕ στην απέλπιδα προσπάθειά του να παρουσιάσει το μαύρο άσπρο και να πλασσάρει την άποψή του ότι αυτό που γίνεται είναι ένα ΤΙΠΟΤΑ όσον αφορά το κίνημα και ότι αποτελεί ουσιαστικά μια καλοστημένη προβοκάτσια του κράτους που αξιοποιεί τους κουκουλοφόρους, στέκεται σε δυο πλευρές. Πρώτον, ότι ο λαός και οι εργάτες έμειναν έξω από την ιστορία και, δεύτερον, ότι δεν υπήρχαν στόχοι. Ακόμα βέβαια και αν δεχτούμε ότι δεν υπερβάλλει όσον αφορά τους στόχους και τη συμμετοχή του λαού, θα πρέπει πρώτα από όλα να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη, σαν έναν από τους δύο κύριους υπεύθυνους που η Αριστερά, έχοντας το χάλι που έχει, έχει αφήσει τον λαό και τη νεολαία ουσιαστικά έρμαιο στην επίθεση και στις βουλές του συστήματος.
Από κει και πέρα, το ΚΚΕ χώνει το κεφάλι του στην άμμο σαν τη στρουθοκάμηλο και διαστρέφει συνειδητά όσα γίνονται. Πρώτον, το ότι η εξέγερση αυτή δεν εμφανίζει αιχμές γύρω από τις οποίες να επικεντρώσει, δεν σημαίνει ότι δεν έχει πολιτικό περιεχόμενο και στόχους αμφισβήτησης. Δεν σημαίνει ότι επειδή επικεντρώθηκε στην καταγγελία των μηχανισμών καταστολής δεν έβλεπε και πίσω από αυτούς, δεν αντιλαμβανόταν ότι αυτοί οι μηχανισμοί προφυλάσσουν ένα ολόκληρο σύστημα και καθεστώς λιτότητας, φτώχειας, καταστολής, ανεργίας, τρομοκρατίας.
Και βέβαια το γεγονός ότι ο ξεσηκωμός συσπείρωσε κυρίως κομμάτια νεολαίας δεν σημαίνει ότι ο λαός και οι εργαζόμενοι δεν είχαν τη δική τους συμμετοχή και τη δική τους βαρύτητα, και ας είχαμε την Αριστερά και ιδιαίτερα το ΚΚΕ να πασχίζει για το αντίθετο!!
Θα ήταν άλλωστε μεταφυσικό να μην έχει το τωρινό ξέσπασμα σαφή σημάδια απολιτικοποίησης, αντιοργανωτισμού, στρεβλής πολιτικής αντίληψης. Αποτελεί ακραία έκφραση ιδεαλισμού να θεωρεί ένας αριστερός ότι δεν θα έχουμε σημάδια τυφλής βίας. Λες και υπάρχουν εξεγέρσεις που δεν περιέχουν βία και που ορισμένες φορές είναι ανεξέλεγκτη και χωρίς σαφείς πολιτικές οριοθετήσεις. Οχι ότι τα επικροτούμε, αλλά θέλουμε να τα αντιμετωπίσουμε εκεί που γεννιούνται σαν φαινόμενα μέσα στην κίνηση και κυρίως όχι μόνο διαχωριζόμενοι από αυτά (που είναι το «εύκολο») αλλά χτίζοντας μέσα στη διαδρομή μια γνήσια επαναστατική Αριστερά στη θέση της σημερινής χρεοκοπημένης και σκουριασμένης!
Οπως και να ’χει, το ΚΚΕ, διαρρηγνύει τα ιμάτιά του και φωνάζει ότι αυτό που ζούμε δεν είναι ΕΞΕΓΕΡΣΗ, επειδή δεν μπορεί να ομολογήσει ότι έγινε μια ολόκληρη κοινωνική και πολιτική αναστάτωση με μπόλικες ανατροπές όχι μόνο χωρίς αυτό, αλλά κυρίως κόντρα σε αυτό. Τόσο κόντρα, που η ηγεσία του ΚΚΕ αναγκάστηκε να βγει ανοιχτά με το μέρος του συστήματος και της καθεστηκυίας τάξης με έναν απροσχημάτιστο τρόπο. Μπορεί βέβαια να εξεσφάλισε έτσι τα μπράβο του συστήματος, αλλά ταυτόχρονα εισέπραξε και θα εισπράξει κι άλλο την κατακραυγή όχι μόνο μεγάλων τμημάτων της νεολαίας, αλλά και του λαού ευρύτερα.
Οσοι λοιπόν σπεύσουν να κριτικάρουν αφ’ υψηλού και μακριά από τα γεγονότα τα κομμάτια της νεολαίας που δεν βλέπουν προοπτική ανατροπής του συστήματος, που θεωρούν ότι ο καπιταλισμός είναι μονόδρομος και συνεπώς δεν έχουν άλλη «διέξοδο» από το να «εξεγείρονται» ατομικά και παρεΐστικα, προκειμένου να βγάλουν επιτέλους από μέσα τους την οργή και το μίσος, αφού δεν τους αφήνουν να κάνουν κάτι άλλο, ας δουν τις ευθύνες τους, μιας και έχουν συμβάλει να δώσουν τόσες βοήθειες σε ένα σύστημα σε κρίση που φαντάζει παντοδύναμο. Ας δουν τις ευθύνες τους που διέλυσαν και συκοφάντησαν το κομμουνιστικό κίνημα με αποτέλεσμα στα μάτια κομματιών της νεολαίας το σφυροδρέπανο και η κομμουνιστική οργάνωση να φαντάζουν αποκρουστικά ή τουλάχιστον απόμακρα.
Τίποτα όμως από αυτά δεν είναι μόνιμα και μη αναστρέψιμα. Είναι σημάδια των καιρών και αποτύπωσης αρνητικών συσχετισμών. Μπορούν όμως να αλλάξουν, αρκεί να αλλάξει και η Αριστερά που θα κληθεί να τα αντιμετωπίσει, να αντιπαρατεθεί σε αυτά, όχι σαν κομμάτι του κατεστημένου, αλλά σαν μια επαναστατική δύναμη που δεν θα περιορίζεται στο να τσακίσει το σημερινό αστικό κράτος αλλά να οικοδομήσει στη θέση του μιαν άλλη κοινωνία.

Το σύστημα αιφνιδιάστηκε!
Η κυβέρνηση βρέθηκε και βρίσκεται σε μια από τις πιο δύσκολες θέσεις στη διάρκεια της διακυβέρνησής της, ίσως στη δυσκολότερη. Και αυτό γιατί στην αμφισβήτηση που ήδη δεχόταν από κέντρα του συστήματος εντός και εκτός Ελλάδας ήρθε να προστεθεί και η αμφισβήτηση από την πλευρά του λαού και της νεολαίας, που πήρε μαζικά αγωνιστικά κινηματικά χαρακτηριστικά, με διάρκεια, επιμονή και ένταση. Η εν ψυχρώ δολοφονία του 15χρονου αποτέλεσε γι’ αυτήν, και όχι μόνο, ένα αγκάθι που δεν μπόρεσε να το αντιμετωπίσει παρά τους ελιγμούς που έκανε στην αρχή και οι οποίοι γρήγορα έπεσαν στο κενό. Οι αφέλειες ότι το όλο ζήτημα υπήρξε αποτέλεσμα σχεδιασμού, κυβέρνησης και κράτους, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η σιωπηρή πλειοψηφία και ο κοινωνικός αυτοματισμός και ταυτόχρονα να ξεχάσει ο λαός την κρίση και την ανέχεια, μόνο γέλια μπορούν να προκαλέσουν. Τα γεγονότα ήρθαν να σαρώσουν αυτές τις συνωμοσιολογίες και έμεινε μόνο η ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά και διάφορα στελέχη του, να υπερασπίζονται έστω ακροθιγώς μια τέτοια ανοησία που δεν είναι βέβαια τίποτα άλλο παρά η αναπαραγωγή στις σημερινές συνθήκες της γνωστής προβοκατορολογίας και πρακτορολογίας που γνωρίζει αποθέωση κάθε φορά που το ΚΚΕ ξεπερνιέται από το κίνημα και τα γεγονότα.
Το ότι η κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε από την ορμή και την τροπή των γεγονότων δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Δεν το περίμενε διότι θεωρούσε -και όχι αβάσιμα- ότι ο λαός, ιδιαίτερα μετά την εξέλιξη που πήρε η αντιπαράθεση με το Ασφαλιστικό, θα παρέμενε υποταγμένος, χωρίς δυνάμεις και κυρίως χωρίς υποκείμενα που να μπορούν να τον εμπνεύσουν και να του δώσουν διέξοδο πάλης.
Και όμως, η δολοφονία του 15χρονου υπήρξε ο καταλύτης που κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει. Ενας καταλύτης τόσο «αποτελεσματικός», που στην κυριολεξία έφερε τα πάνω-κάτω.
Η κυβέρνηση λοιπόν, ουσιαστικά ακόμα και μέχρι τις γιορτές παρ’ όλο που δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια, δεν έχει κατορθώσει ν’ αλλάξει τις εντυπώσεις, να ξαναμαντρώσει τη νεολαία και να απομονώσει τη νεολαιίστικη εξέγερση από τον λαό, να τη βάλει έστω στο περιθώριο, παρ’ όλο που όσο περνάει ο καιρός ευελπιστεί σε μια τέτοια εξέλιξη.
Εξέλιξη, που αν και όταν έρθει, δεν θα είναι τόσο αποτέλεσμα των δικών της πετυχημένων χειρισμών και ελιγμών, αλλά μια κοιλιά ενός κινήματος που δεν έχει ακόμα βρει τον δρόμο του και τα όπλα του. Και σ’ αυτό βέβαια για μία ακόμα φορά θα έχουν συντελέσει οι ηγεσίες της Αριστεράς (ιδιαίτερα της επίσημης) που έχουν και αυτές αιφνιδιαστεί από τη νεολαιίστικη έκρηξη και τη λαϊκή αγανάκτηση.
Η κυβέρνηση χρεώνεται με μία αποτυχία ακόμα, γιατί δεν μπόρεσε γρήγορα και αποτελεσματικά να στοιχίσει το σύνολο των παραγόντων του συστήματος στην άμεση αντιμετώπιση του εχθρού λαού και της νεολαίας, παρά το ότι ακολούθησε δοκιμασμένες συνταγές.

Ρευστό το σκηνικό
Παραμένει λοιπόν ανοιχτό το ζήτημα τι θα πράξει στο άμεσο μέλλον και μόλις περάσουν οι γιορτές. Πολλοί και από πολλές πλευρές πιέζουν τη ΝΔ να προχωρήσει σε πρωτοβουλίες (προκήρυξη εκλογών ή ανασχηματισμό), άλλοι για να την κάνουν ρυθμιστή των εξελίξεων, επειδή το ΠΑΣΟΚ δεν θέλει, και άλλοι για να απαλλαγούν από αυτή την κυβέρνηση και να ανοίξουν τον δρόμο του Παπανδρέου και της Ντόρας.
Υπάρχουν και αρκετοί που της ζητούν απλώς να μείνει για έναν καιρό ακόμα γαντζωμένη στην εξουσία και να «ολοκληρώσει» το «θεάρεστο έργο της» (μπρρρ!).
Δεν είναι εύκολες οι προβλέψεις, ωστόσο υπάρχουν πολλά σημάδια ότι η κυβέρνηση έχει χάσει σε αρκετούς τομείς τον έλεγχο.
Και γι’ αυτό δεν αποκλείονται αλλαγές και ανατροπές και μάλιστα άμεσες, ιδιαίτερα αν έτσι κρίνουν οι Ευρωπαίοι και οι υπερατλαντικοί σύμμαχοι υπό τη «νέα» ηγεσία Ομπάμα. Ωστόσο, όπως και να έχει, οι όποιες πρωτοβουλίες πάρθηκαν, απ’ όπου παρθούν, ακόμα και αν προβλέπουν πτώση της σημερινής κυβέρνησης της ΝΔ δεν θα έχουν άλλο χαρακτήρα από το να αφαιρέσουν τις πρωτοβουλίες από τον λαό και τη νεολαία και να δρομολογήσουν πολιτικές λύσεις δεκανίκια του συστήματος.

Το πολιτικό πρόβλημα του συστήματος
Βέβαια δεν είναι τόσο σίγουρο ότι οι σχεδιασμοί τους θα φέρουν και τα επιθυμητά αποτελέσματα, αν σκεφτούμε ότι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα υπάρχουν ρωγμές και ρήγματα που το κίνημα αν καταφέρει να τις αξιοποιήσει, μπορεί να προκαλέσει ανατροπές της επίθεσης που έχουμε δεχτεί και να πετύχει νίκες. Αυτό φυσικά δεν αποτελεί βεβαιότητα, παρά περισσότερο αναγκαία και σωστή κατεύθυνση πάλης, διότι, όπως δυστυχώς επαναλαμβάνουμε, με τέτοια Αριστερά να κυριαρχεί στο κίνημα απαιτούνται πολλές προϋποθέσεις και προαπαιτούμενα ώστε αυτή η νεολαιίστική έκρηξη και εξέγερση να μετεξελιχθεί σε κίνημα συμμαχίας λαού και νεολαίας για την ανατροπή της επίθεσης του συστήματος.
Πολλές προϋποθέσεις και προαπαιτούμενα ώστε να μη γίνει αυτή η έκρηξη τροφοδότης εξελίξεων αυταπατών και όχημα για τους επιτήδειους να σκαρφαλώσουν στους θώκους και στις καρέκλες του συστήματος.
Αν λοιπόν είναι βέβαιο ότι η νεολαία θα συνεχίσει να εξεγείρεται με κάθε ευκαιρία, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι η σημερινή εξέγερση με τις διαστάσεις και την έκταση που πήρε δεν μπορεί να συνεχίσει για πολύ ακόμα να τροφοδοτείται από τον «εαυτό» της για τον «εαυτό» της. Οι «βεβαιότητές» μας αυτές έχουν αφ’ ενός να κάνουν με το γεγονός ότι η επίθεση του καπιταλισμού θα συνεχιστεί με ακόμα μεγαλύτερη ένταση και ένα μέρος των συνεπειών της θα φορτώνεται και στις πλάτες της νεολαίας.
Από την άλλη, η νεολαία δεν στερείται ενθουσιασμού, ούτε διάθεσης. Οπότε η εκτίμησή μας για τα «όριά» της σε αυτήν τη φάση έχει να κάνει με το πολιτικό περιεχόμενο και υπόβαθρο που χαρακτηρίζει το σημερινό επίπεδο του ευρύτερου λαϊκού κινήματος, τους αρνητικούς συσχετισμούς και φυσικά τη μεγάλη υποχώρηση του εργατικού κινήματος.
Με άλλα λόγια, αυτό που ξαναεμφανίστηκε στο προσκήνιο είναι η ανάγκη που υπάρχει να συνδεθεί η νεολαία με το αντικαπιταλιστικό-αντιιμπεριαλιστικό λαϊκό κίνημα, σαν μια από τις πιο βασικές προϋποθέσεις ώστε η νεολαία να βρει την πολιτική της «ταυτότητα». Ανάγκη που, δυστυχώς, η επίσημη Αριστερά δεν μπορεί να υπηρετήσει. Στην «καλύτερη περίπτωση» να ευτελίσει αυτήν την ανάγκη σε δήθεν διέξοδο «να ψηφίσουμε Αριστερά» στις επερχόμενες ευρωεκλογές ή βουλευτικές εκλογές!
Το ερώτημα βέβαια που προκύπτει στη συνέχεια είναι αν μπορούν σε αυτή τη φάση άλλες δυνάμεις και τάσεις που αναφέρονται στην επανάσταση και στην εξέγερση να υπηρετήσουν μια τέτοια ανάγκη.
Οπως είναι σήμερα οι συσχετισμοί, ανοίγονται πολλές δυνατότητες προκειμένου να αρχίσει μέσα στις μάζες μια αντίστροφη πορεία ξεπεράσματος και υπέρβασης των αρνητικών δεδομένων που έχουν διαμορφώσει η κυριαρχία του συστήματος και η ηγεμονία τα επίσημης χρεοκοπημένης Αριστεράς.
Συνεπώς υπάρχουν σαφείς ενδείξεις, ότι ανοίγει ο δρόμος ώστε να κερδίσει έδαφος η κατεύθυνση της σύνδεσης λαού και νεολαίας σε πολιτική βάση, μέσα στους αγώνες, στις εκρήξεις, στις αντιστάσεις. Το ζητούμενο είναι να βρεθούν οι πολιτικές δυνάμεις που θέλουν συνειδητά, συστηματικά και επίμονα να υπηρετήσουν αυτή την κατεύθυνση και εδώ είναι που υπάρχουν τα περισσότερα προβλήματα, διότι ορισμένες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς συνεχίζουν να μπαλατζάρουν στο δίπολο «απογείωση / ανώμαλη προσγείωση».
Από τη μια μεριά φαντασιώνονται ότι βιώνουν τις πρώτες πράξεις της νέας κομμουνιστικής εφόδου και προτείνουν (πού;) μια σειρά μέτρα που φαντάζουν μόνο σαν καρικατούρες αντιγραφής παλιότερων επαναστάσεων.
Από την άλλη «ξεχνούν» πολύ εύκολα τη φάση που περνάει η νεολαία και καταλήγουν στο πολύ «προσγειωμένο»: «να πέσει η κυβέρνηση», να γίνουν εκλογές, να «ενωθούμε» -καιροσκοπικά έστω- για να πάρουμε ψήφους.

Οχι στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες
Καταφέρνουν(;) λοιπόν να τετραγωνίσουν τον κύκλο. Μέσα στο κίνημα να είναι πολυδιασπασμένοι, στήνοντας ο καθένας και από ένα «κέντρο αγώνα» για να «καθοδηγήσει» τον λαό, και ενόψει εκλογών να «ξεχνιούνται» οι διαφορές και να κυνηγάνε «από κοινού» (τι άλλο;), ψήφους!
Το αποτέλεσμα βέβαια είναι ότι με τέτοιους προσανατολισμούς, ακόμα και ορισμένες κινήσεις που βοήθησαν το κίνημα απαξιώνονται και σκεπάζονται από την κυριαρχία -για μία φορά ακόμα- του εκλογικού κρετινισμού.
Το άλλο αποτέλεσμα είναι αντί της συζήτησης και της αντιπαράθεσης για την αναζήτηση πολιτικού διεξόδου, για τα επόμενα βήματα του κινήματος, να κάθονται και να μετράνε ψήφους και να παίζουν άθελά τους το παιχνίδι του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, που έχουν έτσι κι αλλιώς το κοπιράιτ στον κοινοβουλευτικό κρετινισμό!
Και αν δεν προσέξουμε αυτή την ολέθρια κατεύθυνση «επενδύσεων» των αγώνων σε κοινοβουλευτικά πεδία, δύο χρόνια μόλις μετά την κορύφωση του σπουδαστικού κινήματος, τότε δεν θα υπάρχει καμιά δικαιολογία, όσο και να ντύνεται με επαναστατική φρασεολογία.
Τι δικαιολογία να έχει άλλωστε μια πολιτική δύναμη όταν δεν κάνει την αυτοκριτική της για την τότε στάση της και αντ’ αυτού κάνει τα ίδια και απαράλλαχτα; Τι δικαιολογία να έχει όταν δεν μπορεί να βγάλει σωστά συμπεράσματα και αντ’ αυτού νομίζει ότι αυτό που «έφταιξε» τότε ήταν ότι το ΜΕΡΑ και το ΕΝΑΝΤΙΑ δεν ενώθηκαν προεκλογικά; Τι δικαιολογία να έχουν όταν, αντί να παραδεχτούν ότι αποδοκιμάστηκαν οι τότε ταρζανιές και ακροβασίες τους, θεωρούν ότι σήμερα μπορούν να «ξεγελάσουν» περισσότερους επειδή οι συνθήκες είναι πιο οξυμένες!
Αντε και αυτή την φορά πετυχαίνει η εκλογική σούπα! Θα έχει αυτό κανένα αποτέλεσμα στο δυνάμωμα του κινήματος, στο να αποκτήσει πολιτικό προσανατολισμό; Ή επί της ουσίας θα σημαίνει μία ακόμα αναχώρηση από το κίνημα, όπου τα κενά που θα αφήσει θα καλυφτούν από άλλες μεριές, είτε αυτή είναι του ΣΥΡΙΖΑ είτε του ΚΚΕ είτε της αναρχοαυτονομίας!
Θα το πούμε για μία φορά ακόμα: η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ, ή του ΚΚΕ, που κάθε φορά προβάλλεται σαν μπαμπούλας που επιβάλλει τις πιο ετερόκλητες εκλογικές συμφωνίες, δήθεν σαν αντίποδας στους «μεγάλους» της Αριστεράς που καρπώνονται πολιτικά τις λαϊκές αντιδράσεις, είναι μόνο δικαιολογία ή αντίστροφη ιεράρχηση.
Αν δεν υπάρξει αντίποδας στο κίνημα, μέσα στη ζωή και στην ταξική πάλη, λίγα έως ελάχιστα μπορούμε να περιμένουμε όσον αφορά την πολιτική επένδυση του κινήματος σε πραγματικά επαναστατικές κατευθύνσεις.
Αντίθετα, αν μέσα στο κίνημα δεν μπορούμε να παίζουμε κανέναν ουσιαστικό ρόλο, τότε είναι ματαιοπονία και ένδειξη υποταγής στους συσχετισμούς να περιμένουμε τη «λύση» στο γήπεδο του αντιπάλου (τέτοιες είναι οι εκλογές)!

Οι άλλες πολιτικές δυνάμεις
Η αντιπολίτευση, όσον αφορά τη δολοφονία του 15χρονου και τα όσα ακολούθησαν, πάσχισε να δείξει υπεύθυνο πρόσωπο, κρατώντας ίσες αποστάσεις μεταξύ αστυνομίας και «κουκουλοφόρων». Περιόρισε την κριτική της στο θέμα της κυβερνητικής «ανικανότητας» και συστρατεύτηκε με την όλη κυβερνητική προσπάθεια, μέσω της «ευαισθησίας» για τους μαγαζάτορες, να ενεργοποιήσει τα συντηρητικά αντανακλαστικά των μεσοστρωμάτων. Περισσότερο για τα μάτια του κόσμου και λιγότερο γιατί πράγματι είναι έτοιμο να κυβερνήσει, έθεσε θέμα εκλογών. Προφανώς ήθελε να δηλώσει ότι είναι «εδώ» και σε αναμονή να αναλάβει όταν χρειαστεί, χωρίς όμως να πείθει ακόμα όσο χρειάζεται -και στο εσωτερικό του, αλλά κυρίως τα διάφορα κέντρα εξουσίας.
Ο ΣΥΝ, προφανώς υποτιμώντας την τροπή που θα πάρουν τα γεγονότα και αιφνιδιασμένος από αυτά, κατάφερε να εκτεθεί, κυρίως προς δεξιά αλλά και σε έναν βαθμό προς Αριστερά, παρά τα όποια προσωρινά οφέλη έχει πιθανόν αποκομίσει από την αξιοποίηση της νεολαιίστικης αγανάκτησης. Ξεκίνησε ακολουθώντας τη γνωστή πρακτική «ψαρεύω στα θολά νερά». Στην πρώτη φάση με υψηλούς τόνους κατήγγειλε τη δολοφονία, έστρεψε τα κύρια πυρά του στις δυνάμεις καταστολής, κατέβηκε στους δρόμους, υπεράσπισε τις διαδηλώσεις, εκτιμώντας παράλληλα ότι με αυτή τη στάση θα στρίμωχνε ακόμα περισσότερο το ΚΚΕ που θα κρατούσε διαφορετική στάση. Στην εξέλιξή της η όλη εξέγερση συμπαρέσυρε όχι μόνο τον ΣΥΝ αλλά και τους υπόλοιπους του ΣΥΡΙΖΑ, υποχρεώνοντάς τους να «πολιτικοποιήσουν» την παρέμβασή τους και να πάρουν πιο σαφή θέση. Μια τέτοια εξέλιξη βέβαια δεν ήρθε ομαλά, αλλά προφανώς όξυνε τις σχέσεις ανάμεσα στους δορυφόρους, ανάμεσα στους δορυφόρους και στον ΣΥΝ, μέσα στον ίδιο τον ΣΥΝ και φυσικά ανάμεσα στον ΣΥΝ και στη νεολαία του.
Τέλος πάντων, η «ισορροπία», όσο βρέθηκε ανάμεσα σε όλους αυτούς, δεν ήταν άλλη από την κοινοβουλευτική διέξοδο, παραφράζοντας το σύνθημα «η κάλπη μας ενώνει – μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι». Γι’ αυτό και άλλοι από τον ΣΥΡΙΖΑ (γνωστοί τροτσκιστές), ξεσάλωναν με την πτώση της κυβέρνησης και άλλοι πιο «σεμνότυφα» αλλά το ίδιο εκλογικίστικα ζητούσαν (τι άλλο;) εκλογές. Και όπως ήταν φυσικό, η «διέξοδος» αυτή επέβαλλε να συνεχιστεί από τον ΣΥΝ και τον ΣΥΡΙΖΑ η στάση «υπεράσπισης» της εξέγερσης.
Ανεξάρτητα όμως από τις πραγματικές προθέσεις όλου του ΣΥΡΙΖΑ, η στάση του έγινε ενοχλητική, με αποτέλεσμα να βρεθεί στο κέντρο μιας μεγάλης πίεσης από το σύστημα και όλα τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα, σε σημείο που έχουμε την υποχρέωση να την καταγγείλουμε σαν τέτοια και να δείξουμε ότι πραγματικός στόχος δεν είναι τόσο ο ΣΥΝ αλλά όσοι εξεγείρονται και κυρίως όσοι πρόκειται να εξεγερθούν. Μέχρι και δηλώσεις μετανοίας και αποκήρυξης της «βίας» ζητούσαν σε όλους τους τόνους κυβέρνηση και ΠΑΣΟΚ και από κοντά το ΚΚΕ με το ΛΑΟΣ. Προφανώς μια τέτοια στάση είχε τα αποτελέσματά της. Η ηγεσία του ΣΥΝ μαζεύτηκε σταδιακά και αυτό θα φανεί ακόμα περισσότερο στο μέλλον. Τα όρια και τα χαρακτηριστικά αυτού του χώρου δεν του επιτρέπουν να αντιστέκεται στις πιέσεις, δεν του επιτρέπουν να παίζει και πάλι με τη φωτιά. Γι’ αυτό και ο Αλαβάνος έφτασε στο απερίγραπτο σημείο να «υπερασπίζεται» την εξέγερση και να καταδικάζει τη βία. Κατάλαβε η ηγεσία του σημερινού ΣΥΝ πόσο δύσκολο είναι να προσπαθείς να παίξεις τον ρόλο του ΠΑΣΟΚ, της νεολαίας ΠΑΣΟΚ και της ΠΑΣΠ στις παλιότερες εποχές. Πόσο δύσκολο είναι να κοιτάζεις «αριστερά» και να θέλεις να πορευτείς δεξιά. Πόσο κόστος έχει στις σημερινές συνθήκες να προσπαθείς να χαϊδέψεις τις λαϊκές αντιδράσεις, να τις «χωνέψεις» και να τις «ακουμπήσεις» τελικά στο σύστημα, παίρνοντας το αντίτιμό του.
Και φυσικά οι σχέσεις μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσαν παρά να οξυνθούν και άλλο, σαν αποτέλεσμα των πιέσεων από τη μια μεριά του συστήματος και από την άλλη της λαϊκής και νεολαιίστικης αγανάκτησης-έκρηξης.
Δεν είναι και λίγο μέσα σε έναν μήνα να αντιστρέφεται το όλο σκηνικό και εκεί που ο ΣΥΝ ήταν το ευνοημένο και αγαπημένο παιδί των ΜΜΕ, προνομιακός συνομιλητής των όποιων μελλοντικών κυβερνητικών λύσεων, να καταλήγει «ψυχοπαίδι» και «παραγιός», ο οποίος αν δεν «συμορφωθεί» θα μπει για τα καλά στον στόχο του συστήματος. Η ηγεσία του ΣΥΝ φαίνεται ότι έλαβε το μήνυμα, γι’ αυτό και οι δηλώσεις Τσίπρα στην «Ελευθεροτυπία» του Σαββάτου 3 Γενάρη 2009 ήταν χαρακτηριστικές της «συμμόρφωσης» του ΣΥΝ. Αλλά όπως είχαμε αναφέρει και παλιότερα, δεν μετράνε τα λόγια του «αριστερού» βερμπαλισμού που εκτόξευε ο ΣΥΝ ανέξοδα τον τελευταίο χρόνο, αλλά οι πράξεις όταν φτάνει η ώρα να πάρει συγκεκριμένη θέση. Και η θέση που πήρε δεν απευθύνεται στον λαό αλλά προς το σύστημα και το ΠΑΣΟΚ, που τους καλεί να δουν πόσο «χρήσιμος» είναι ο ΣΥΝ στις κυβερνητικές λύσεις διαχείρισης του αύριο. Μιλάμε δηλαδή για μια τεράστια «κωλοτούμπα» που μόνο έκπληξη δεν ήταν, τουλάχιστον για μας.
Όπως έχει δείξει η πρόσφατη ιστορία αλλά και η παλιότερη, η Αριστερά στη χώρα μας, σε όλα της τα παρακλάδια, έδινε τις εξετάσεις της, σε μεγάλες καμπές της ταξικής πάλης. Και οι εξετάσεις αυτές, επί δεκαετίες δείχνουν ότι η επίσημη Αριστερά λειτουργεί ως πυροσβέστης του κινήματος (ανοιχτά ή καλυμμένα) και σαν στήριγμα του συστήματος όποτε η λαϊκή πάλη την έφερνε σε δύσκολη θέση και τη στρίμωχνε. Σε αυτή τη φάση που περνάμε η ηγεσία του ΚΚΕ κατάφερε να ξεπεράσει και τον πιο «κακό» ή «καλό» (διαλέγετε και παίρνετε) εαυτό της. Αυτόν που είχε δείξει με τα γαρύφαλα στα ΜΑΤ το 1996 στον κάμπο, το 1998 με τα εξεταστικά, το 2003 στον αντιπολεμικό ξεσηκωμό, το 2006 με τον φοιτητικό αγώνα ενάντια στο άρθρο 16 και στον νόμο-πλαίσιο.
Ηταν τόση η ανοιχτή στήριξη που έδωσε στο σύστημα και στην κυβέρνηση, ώστε πήρε ανοιχτά τα συγχαρητήριά τους. Ηταν τόσο μεγάλη η ταραχή αυτής της ηγεσίας, που αισθάνθηκε να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Ηταν τόσο μεγάλος ο αιφνιδιασμός και το ξάφνιασμά της, που προτίμησε να «καταργήσει» τα γεγονότα, την εξέγερση της νεολαίας, την αγανάκτηση του λαού, προκειμένου να αποφύγει την πραγματικότητα.
Ενώ στην εξέγερση του ’73 είχε ανακαλύψει «μόλις 300 προβοκάτορες», αυτή τη φορά οι «προβοκάτορες» έφτασαν τις μερικές χιλιάδες, που διασκορπισμένοι ανά την Ελλάδα εκτελούσαν κατά γράμμα το «ευφυές» σχέδιο του συστήματος να κάψει τη χώρα προκειμένου να βγει από τη δύσκολη θέση που το είχε φέρει η κρίση, το Βατοπαίδι και προπάντων η «συνεπής» «συνετή» πάλη του ΠΑΜΕ.
Τέτοιες ανοησίες ξεστόμιζαν τα διάφορα στελέχη του χώρου αυτού με την κάλυψη και παρότρυνση της απερχ’ομενης γραμματέως, η οποία μέσα στην παρόξυνσή της να δείξει πόσο νομιμόφρων είναι διαβεβαίωνε (ποιους αλήθεια;) ότι στην επανάσταση που «οραματίζεται» το ΚΚΕ δεν θα σπάσει ούτε τζάμι!
«Χέρι χέρι» με τον Καρατζαφέρη λοιπόν, μόλις και μετά βίας κρατήθηκε για να μη συμφωνήσει με το ΛΑΟΣ που πρότεινε η κουκούλα να θωρείται ιδιώνυμο!
Το θέμα είναι ότι το ΚΚΕ έγραψε μία από τις πιο μελανές σελίδες της πρόσφατης ιστορίας του, μνημείο εκφυλισμού, ακόμα και σε μια διαδρομή χρεοκοπίας, ηττοπάθειας και ευθυγράμμισης με το σύστημα. Και μέσα σε αυτές τις σελίδες γράφτηκαν με ανεξίτηλα γράμματα ότι η ηγεσία του κόμματος αυτού εναντιώθηκε μόνιμα, συστηματικά και από την αρχή στην εξέγερση και επίσης μόνιμα συντάχθηκε με το σύστημα και τις δυνάμεις καταστολής.
Το ιδιαίτερο στοιχείο της τωρινής τους στάσης είναι ότι επιμένουν μέχρι τέλους στη στάση τους χωρίς να πραγματοποιούν τη στροφή που έκαναν, π.χ. στην εξέγερση του ’73 ή την περίοδο του 2006. Σημάδι ότι η ηγεσία του ΚΚΕ έχει χάσει τελείως την ψυχραιμία της, και τον πάγιο φόβο που έχει απέναντι σε κινήματα που δεν ελέγχει τον μετατρέπει σε απόλυτο οδηγό της συμπεριφοράς της. Σε τέτοιο σημείο, που δεν έχει πρόβλημα να «ελπίζει» στην καταστολή της εξέγερσης για «να ξαναβρεί την ησυχία της».

Για την αναρχία
Οι πάγιες αδυναμίες του κινήματος, η χρεοκοπία της επίσημης Αριστεράς, η οργή που προκάλεσε η δολοφονία του 15χρονου, σε συνδυασμό με τις καθόλου ήπιες και εκτός ελέγχου αντιδράσεις τμημάτων της νεολαίας, ιδιαίτερα των κομματιών που δεν φοιτούν στο Γενικό Λύκειο, σε Πανεπιστήμια, σε ΤΕΙ, ανέδειξε ξανά το ζήτημα του ρόλου και των χαρακτηριστικών της αναρχίας, της αναρχοαυτονομίας, του αναρχοσυνδικαλισμού και γενικότερα όλων των ελευθεριακών λεγόμενων πρακτικών.
Μάλιστα δεν είναι και λίγοι εκείνοι που έχουν εντυπωσιαστεί από την όλη παρουσία και δράση των ρευμάτων αυτών, που φτάνουν αυθαίρετα να αποδίδουν όλες τις «άγριες» συμπεριφορές που βιώσαμε, στον αναβαθμισμένο κατά την άποψή τους ρόλο της αναρχίας. Μέχρι σημείου να υπάρχει μια περιρρέουσα αντίληψη ότι η εξέγερση αυτή περίπου «καθοδηγήθηκε» από αναρχικούς πυρήνες. Κατά τη γνώμη μας, βέβαια, οι απόψεις που θέλουν την αναρχία να έχει βαρύνοντα ρόλο είναι εκτός τόπου και χρόνου. Ακόμα και αν με αυτές τις απόψεις φαντασιώνονται διάφορες αναρχικές ομάδες στα στενά όρια του πυρήνα τους. Κατ’ αναλογίαν οι προσεγγίσεις αυτές θυμίζουν τις αλήστου μνήμης προσεγγίσεις ότι την εξέγερση του Νοέμβρη του ’73 καθοδήγησε η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά.
Τέλος πάντων, αν οι αναρχικοί πυρήνες αισθάνονται δικαιωμένοι και έτοιμοι να ψαρέψουν στα θολά νερά, επειδή τμήματα νεολαίας έφτασαν στα έσχατα της αγανάκτησης και θέλησαν να αναμετρηθούν με τις δυνάμεις καταστολής με όποιο μέσο έβρισκαν, είναι δικαίωμά τους. Οσο μας αφορά, αυτό που έχουμε να πούμε είναι ότι αυτές οι εκδηλώσεις οργής ούτε καινούργιες είναι ούτε μας παραξενεύουν, άσχετα αν και πόσο αιφνιδίασαν διάφορες πλευρές.
Και σίγουρα δεν εκδηλώθηκαν επειδή τις οργάνωσαν οι αναρχικοί πυρήνες. Το όλο ξέσπασμα ακόμα και ορισμένοι πυρήνες της αναρχίας αναγνωρίζουν ότι δεν καθοδηγήθηκε από τους ίδιους. Αν λοιπόν δεν αντέχει σε κριτική η άποψη ότι χωρίς τους αναρχικούς πυρήνες δεν θα είχαμε τέτοιο ξέσπασμα, εκεί που χρειάζεται κριτική και αντιπαράθεση είναι στην κοινή εκτίμηση όλων των αναρχικών ομάδων ότι τα γεγονότα αυτά δίνουν το δικαίωμα στην αναρχία να ελπίζει ότι θα είναι η κυρίως κερδισμένη από αυτά, δίνουν το δικαίωμα στην αναρχία να θεωρεί εαυτόν δικαιωμένο.
Σύμφωνα με όλους τους αναρχικούς πυρήνες, υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή που χωρίζει τις μάζες σε τμήματα, ενσωματωμένα (είτε δεξιά είτε αριστερά) που πολιτικά και ιδεολογικά κυριαρχούνται είτε από τις αξίες του καπιταλισμού είτε του κομμουνισμού, και σε μάζες που χειραφετούνται και μέσα από ελευθεριακές, ανθρωποκεντρικές και αντιεξουσιαστικές πρακτικές διαμορφώνουν από τώρα, από σήμερα, τις κοινότητες, τους θύλακες αυτοοργάνωσης που υποτίθεται χωρίς κεντρικό σχεδιασμό και μεταξύ τους σχέσεις διογκώνονται και θεριεύουν μέχρις ότου διαρρήξουν τα δεσμά του κράτους, της κοινωνίας, του έθνους κ.λπ. και επιβληθεί η λεγόμενη αναρχική κοινωνία χωρίς…χωρίς…χωρίς… και ό,τι προαιρείσθε προσθέτετε (δεν έχουν δα και κανένα κόστος, λόγια είναι). Δείγματα τέτοιας πρακτικής βιώσαμε σε διάφορες περιφερειακές «καταλήψεις», όπου υποτίθεται ότι λειτουργούσαν σαν προπομποί των ελευθεριακών κοινοτήτων, όπου υποτίθεται ότι «την βρίσκουμε», αισθανόμαστε κυρίαρχοι και παντοδύναμοι, μακριά από τις καταπιέσεις και τις συμβατικές δεσμεύσεις της πραγματικής ζωής και των πραγματικών συσχετισμών.
Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, τι ρόλο τέλος πάντων παίζουν οι «βίαιες» εκδηλώσεις, τα «πεσίματα», οι «επιθέσεις»; Κατ’ αρχάς και στα «πρώτα» στάδια λειτουργούν «συμβολικά» και «διεγερτικά» προς τη «σιωπηρή πλειοψηφία» που συνήθως «κοιμάται» βλέποντας «βίντεο» μέσα στα κλουβιά της. Ταυτοχρόνως λειτουργούν σαν μέσο «ανάδειξης» «πρωτοποριών» που θα αναλάβουν τους ρόλους της «καθοδήγησης». Στα επόμενα στάδια, όπου υποτίθεται θα έχουν συσσωρευτεί «δυνάμεις» κ.λπ., αυτή η ιστορία θα κορυφωθεί σε ένα γενικευμένο σαμποτάζ, σε μια ευρύτερη καταστροφή, η οποία θα εξουθενώσει και θα παραλύσει το κράτος. Και όταν όλα αυτά τα «ωραία» και «ονειρικά» πραγματοποιηθούν, τότε τι μετά; Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα, γι’ αυτό μη ρωτάτε από τώρα τους διάφορους αναρχικούς πυρήνες και ηγέτες. Δεν το έχουν ακόμα διευκρινίσει γιατί άλλωστε ποτέ στην πράξη δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να κινηθούν προς αυτές τις κατευθύνσεις. Ποτέ δεν είχαν τη δυνατότητα να δώσουν διέξοδο στις μάζες στη σύγκρουσή τους με το σύστημα. Δεν έδωσαν διέξοδο ούτε στο πώς θα οργανώσουν την αντίστασή τους απέναντι στο κράτος που δεν παρακολουθεί με σταυρωμένα χέρια την όλη εξέγερση, ούτε πολύ περισσότερο στο τι οικοδομείται και πώς πάνω στα συντρίμμια του παλιού καθεστώτος.
Πρόκειται για παιδικές απόψεις με «αφέλεια» και «ρομαντισμό» που δεν αντέχουν σε κριτική. Κυρίως δεν αντέχουν στη δοκιμασία της ζωής και της ταξικής πάλης. Θα ήταν λοιπόν αρκετά εύκολο να αντιμετωπιστούν, θα ήταν πολύ πιο ευδιάκριτη η κρίση που βιώνει το αναρχικό κίνημα εδώ και περίπου 60 χρόνια (άσχετα αν φουσκώνει κατά περιόδους), αν δεν είχε μεσολαβήσει η ήττα του κομμουνιστικού κινήματος η οποία «έκρυψε» την ανεπάρκεια του αναρχισμού και του έδωσε προσωρινά δυνατότητες να ψαρεύει στα θολά νερά. Και πολύ περισσότερο θα ήταν αλλιώς τα πράγματα αν ο ρεβιζιονισμός δεν είχε επιβάλει μια σοσιαλφασιστική αντιμετώπιση και του αναρχισμού, που τακτικά το μόνο που κάνει είναι να ενισχύει την αναρχία, έστω προσωρινά.
Οπως και να ’χει το ζήτημα, είναι πιθανόν τα διάφορα τμήματα της αναρχίας, μέσα στις διαφορές τους και με τη λογική της σφιχτής σέχτας, να ενισχυθούν και να στρατολογήσουν νεολαίους που αν είχαν προσεγγιστεί από το αριστερό κίνημα δεν θα τους ανήκαν. Το πώς θα αντιμετωπίσει το σύστημα αυτή την πιθανή ενίσχυση της αναρχίας, ιδιαίτερα αν γίνει ενοχλητική και μη «αξιοποιήσιμη» από το κράτος, είναι ένα θέμα που θα μας απασχολήσει εάν και εφ’ όσον έρθει.
Οσον μας αφορά
Να βάλουμε διαχωριστική γραμμή στον τρόπο που αντιδρά, π.χ., το ΚΚΕ αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην αναρχία. Δεν συμφωνούμε με καμιά από τις δύο προσεγγίσεις. Ούτε καταστέλλεται με διοικητικά μέτρα (άλλο η περιφρούρηση των εκδηλώσεων και κινητοποιήσεων) ούτε όμως χαϊδεύεται πολιτικά ή και ιδεολογικά.
Οπως έγινε αντιληπτό, η κυβέρνηση της ΝΔ έγινε στόχος αμφισβήτησης και κριτικής όχι μόνο από τον οργισμένο λαό και τη νεολαία, αλλά και εκ των έσω. Διάφορα κέντρα εξουσίας εντός και εκτός Ελλάδας, και ίσως από διαφορετικές αφετηρίες, προχώρησαν τις επιθέσεις σε βάρος των κυβερνητικών χειρισμών και μεθοδεύσεων, με κοινό παρανομαστή ότι αυτή αδυνατεί να διασφαλίσει την «τάξη» και την «ηρεμία», αφού βεβαίως πρώτα έχυσαν ορισμένα κροκοδείλια δάκρυα για τον άδικο χαμό του 15χρονου μαθητή!
Μέσα στη ρευστότητα αυτή, ερωτηματικό παραμένει το εύρος και ο στόχος της ιμπεριαλιστικής εμπλοκής και ανάμειξης η οποία σίγουρα υπάρχει αλλά ακόμα δεν φαίνεται να έχει ανοίξει όλα τα χαρτιά της.
Το βέβαιο είναι ότι ο Καραμανλής πιέζεται αφάνταστα να «ολοκληρώσει» το έργο της επίθεσης από το ξένο και ντόπιο κεφάλαιο, ακόμα και αν αντιμετωπιστεί σαν αναλώσιμος!
Ωστόσο παραμένει ερωτηματικό αν και πόσο θα καταφέρει η ΝΔ να περάσει τον κάβο της κρίσης που βιώνουμε, ιδιαίτερα με ένα αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές που θα είναι αρνητικό γι’ αυτή.
Ολα αυτά δεν πρέπει να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση της ΝΔ δεν είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για τον λαό και τη νεολαία. Ακόμα και αν βρίσκεται κοντά στην πτώση της (θα δείξει), το βέβαιο είναι ότι θα σκληρύνει ακόμα περισσότερο τη στάση της. Το σίγουρο είναι ότι θα καταφεύγει όλο και πιο συχνά σε μεθόδους άγριας καταστολής, προβοκατσιών, συλλήψεων, στημένων δικών. Δεν αποκλείεται να έχει ανάψει και πράσινο φως σε παρακρατικούς προκειμένου να κινηθούν από κοινού με το κράτος για να τρομοκρατήσουν και να καταστείλουν την αντίδραση του λαού και της νεολαίας. Αλλωστε, να μη μας διαφεύγει ότι όσα βιώσαμε, όσο και αν μας αιφνιδίασαν, δεν είναι παρά σκηνές από ταινία προσεχώς, αν αναλογιστούμε το βάθος και το εύρος της κρίσης αλλά και της επίθεσης που έρχεται!
Η προοπτική του να καταφεύγει το σύστημα όλο και πιο συχνά και πιο συστηματικά στην καταστολή είναι ιδιαίτερα ορατή, αν σκεφτούμε ότι το σύστημα στη φάση που βρίσκεται αποκαλύπτει όλο και περισσότερο το πραγματικό του πρόσωπο σε Δύση και Ανατολή. Ενα πρόσωπο όλο και πιο αποκρουστικό, που σπρώχνει τις λαϊκές μάζες στο να αμφισβητούν και να του αντιστέκονται όλο και περισσότερο. Συνεπώς αναδεικνύεται από τα πράγματα σαν καθήκον πρώτης γραμμής η αντίσταση στην κρατική και παρακρατική καταστολή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, όσον αφορά τα πολιτικά και δημοκρατικά δικαιώματα, όσον αφορά τα δικαιώματα των μεταναστών, που για ευνόητους λόγους δέχονται στις πλάτες τους ένα μεγάλο βάρος αυτής της καταστολής.
Αλλωστε το σύστημα χάνει σταδιακά τη δυνατότητά του να «ενσωματώνει» και να «χωνεύει» αντιδράσεις, γι’ αυτό και θα καταφεύγει στην κλασική συνταγή «όπου δεν περνάει λόγος, πίπτει ράβδος».

Η δική μας στάση
Από την πρώτη στιγμή που μαθεύτηκε η δολοφονία του 15χρονου μαθητή, το ΚΚΕ(μ-λ) αλλά και τα μαζικά μετωπικά σχήματα που στηρίζει βρέθηκαν στους δρόμους, στις διαδηλώσεις, στις συγκρούσεις δίπλα και μαζί με τη νεολαία, δίπλα στα λαϊκά στρώματα στο κέντρο και στις γειτονιές αλλά και στην επαρχία.
Επέδειξε αξιοσημείωτα αντανακλαστικά και αντοχές, μάλιστα σε συνθήκες ιδιαίτερα δύσκολες, απαιτητικές και επικίνδυνες. Πάσχισε με όλες τις δυνάμεις του για τους στόχους των διαδηλώσεων, για την περιφρούρησή τους, για τη μαζικοποίησή τους.
Τα μέλη του ΚΚΕ(μ-λ), τα μέλη των Αγωνιστικών Κινήσεων, της Ταξικής Πορείας, των ΛΑΚ, ανέπτυξαν πλούσια και συστηματική δράση-παρέμβαση μέσα στα πλαίσια των διαφόρων πολιτικών πρωτοβουλιών.
Στο πολιτικό επίπεδο πάσχισε να συνδυάσει μια ανοιχτή πολιτική κοινής δράσης προκειμένου να στηριχθεί το κίνημα. Κατάφερε να συνδυάσει την πολιτική κοινής δράσης με τις απαραίτητες οριοθετήσεις και αντιπαραθέσεις μέσα στο κίνημα απέναντι σε κατευθύνσεις και πρακτικές που θεωρούσε λαθεμένες και σε αρκετές περιπτώσεις δικαιώθηκε! Δικαιώθηκε στην επιμονή που έδειξε για την πολιτική στόχευση του κινήματος που δεν θα έπρεπε να περιορίζει τον ορίζοντά του αποκλειστικά στις δυνάμεις καταστολής αλλά να τον διευρύνει, στοχεύοντας και καταγγέλλοντας την αντιλαϊκή πολιτική του συστήματος, της κυβέρνησης και του ΠΑΣΟΚ.
Δικαιώθηκε στην επιμονή του να περιφρουρεί τις διαδηλώσεις και όχι απλά το δικό του μπλοκ, μέσα από σωστές πρακτικές απέναντι στις δυνάμεις καταστολής αλλά και απέναντι στο ατσούμπαλο και «χαζοχαρούμενο» στιλ που πορεύονταν μια σειρά δυνάμεις που δεν αντιλαμβάνονταν τη σοβαρότητα και την κρισιμότητα των στιγμών.
Δεν δίστασε να αντιπαρατεθεί πολιτικά, φανερά και έμπρακτα στην πρακτική του «μπάχαλου» και των «καταστασιακών» που κρύβονταν πίσω από την αγανάκτηση της νεολαίας, θέλοντας τη δική τους αδυναμία και έλλειψη πολιτικής κατεύθυνσης να την αναγορεύσουν σε πρακτική κινήματος.
Δεν έσπευσε να αυτοεγκλωβιστεί στα ονομαζόμενα κέντρα αγώνα ή σε κλειστές περιφερειακές «καταλήψεις» που, βλέποντας αλλιώς την κατάσταση, περίμεναν «αυτάρεσκα» να έρθει ο λαός και η νεολαία να τους καθοδηγήσουν οι διάφοροι «πεφωτισμένοι».
Παρέμβηκε όπου μπορούσε, δεν σνομπάρισε τίποτε, αλλά στην κατεύθυνση να πάμε εμείς στον λαό και στους εργαζόμενους και όχι να «περιμένουμε» να μας έρθει «ωραίος και εξεγερμένος». Φυσικά δεν υποτίμησε καθόλου τη διάθεση τμημάτων της νεολαίας, έστω και χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό βάθος, μέσω αυτών των καταλήψεων να χειραφετηθούν και να αποκτήσουν το δικό τους λόγο.
Οπως ήταν αναμενόμενο, με βάση τις πολιτικές απαιτήσεις και ανάγκες του κινήματος, δεν αρκέστηκε στη δράση, στην κίνηση, στις παρεμβάσεις. Πάτησε σ’ αυτά ως απαραίτητα και πάσχισε για τη διεξαγωγή συζητήσεων κλειστών και ανοιχτών προκειμένου να συμβάλει στην υπ’ αριθμόν ένα απαίτηση, που δεν είναι άλλη από το πολιτικό πρόβλημα του κινήματος, το πολιτικό πρόβλημα της ανάγκης ύπαρξης Αριστεράς.
Συζήτηση που ευνοήθηκε διότι σε συνθήκες λαϊκής εγρήγορσης και αφύπνισης πέφτουν οι μάσκες και βοηθιέται ο κόσμος να διακρίνει όχι μόνο τον ρόλο της Αριστεράς, αλλά και τον χαρακτήρα του ίδιου του συστήματος.
Από δω και πέρα πρώτη ανάγκη, όχι μόνο για το ΚΚΕ(μ-λ) αλλά για κάθε αγωνιστή που θέλει το κίνημα να πάρει τις πρωτοβουλίες στα χέρια του, είναι η διαμόρφωση όρων αντίστασης στη γενικευμένη επίθεση και στήριξής τους στην προοπτική της ανατροπής της αντιλαϊκής πολιτικής. Αλλωστε, «οι κυβερνήσεις πέφτουνε» μα η επίθεση μένει!

Αναζήτηση
Social Media

Βουλευτικές Εκλογές 2023
Αντίσταση - Οργάνωση

 
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr