03 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2014

40 χρόνια μεταπολίτευσης – Οι λογαριασμοί του λαού με το σύστημα παραμένουν ανοιχτοί!

Του Γρηγόρη Ανδρεάτου

Η περίοδος μετά την πτώση της χούντας τον Ιούλη του 1974, μεταπολίτευση ονομάστηκε, αποτελεί την πιο μεγάλη  χρονικά περίοδο «ειρηνικής» ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους. Από την άποψη αυτή, έχει ιδιαίτερη σημασία μία προσέγγιση της περιόδου αυτής σήμερα, αναδεικνύοντας όλα τα κεντρικά ζητήματα που τη χαρακτήρισαν, τόσο από τη μεριά των δυνάμεων του συστήματος όσο και από την μεριά των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων και της Αριστεράς. Προφανώς, στο πλαίσιο του χώρου της εφημερίδας δεν μπορεί να αποτελέσει μία ολοκληρωμένη τοποθέτηση. Εξ άλλου, η περίοδος αυτή που συνεχίζεται κάτω από το βάρος της επίθεσης αστικών κυβερνήσεων-κεφαλαίου-ιμπεριαλιστών στην εργατική τάξη και στον λαό δεν τελείωσε, όπως κάποιοι λένε ή θέλουν, με διαφορετικές στοχεύσεις ο καθένας.

Η πτώση της χούντας και ο συμβιβασμός του ’74

Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και η προέλασή τους στο νησί αποτέλεσε σημαντική ήττα για το αμερικανοστήρικτο φασιστικό καθεστώς της Αθήνας και για την ντόπια αστική τάξη που πριμοδότησε τις τυχοδιωκτικές του ενέργειες με τη διοργάνωση του πραξικοπήματος Σαμψών και την ανατροπή του Μακαρίου. Κάτω από το βάρος της ήττας, η πτώση της χούντας ήταν αναπότρεπτη, καθώς εκτός των άλλων έπρεπε άμεσα να αντιμετωπισθεί ο «εσωτερικός κίνδυνος» που αποτελούσε ο λαός και η νεολαία.

Τα αντιφασιστικά-αντιιμπεριαλιστικά αισθήματα που είχαν σφυρηλατηθεί στη Νομική και στο Πολυτεχνείο και στους άλλους αγώνες την περίοδο της χούντας είχαν φτάσει σε σημείο «βρασμού» με το πραξικόπημα, την εισβολή στην Κύπρο και με την αποτυχημένη επιστράτευση της χούντας. Οι αγωνιστικές διαθέσεις του λαού και της νεολαίας έπαιρναν μαζικές διαστάσεις παρά τη σκληρή καταπίεση και την τρομοκρατία, φέρνοντας πιο κοντά μια μαζική λαϊκή έκρηξη με απρόβλεπτες συνέπειες για τις δυνάμεις του συστήματος μέσα και έξω από τη χώρα.

Η αμερικανοκρατία στη χώρα μας, που οικοδομήθηκε με όλα τα αντιδραστικά υλικά του κράτους και του παρακράτους της εξαρτημένης αστικής τάξης από την περίοδο της ήττας του λαϊκού κινήματος στον εμφύλιο πόλεμο 1946-1949, βρίσκει το πιο αξιόπιστο εκφραστή της στη φασιστική χούντα. Την οργάνωσε, την εκτέλεσε, τη στήριξε με κάθε τρόπο.

Οι εξελίξεις στην Κύπρο, με τον ρόλο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ σαν τα πραγματικά αφεντικά της χούντας, αποτελούν ένα σημαντικό πρόβλημα της αμερικάνικης υπερδύναμης και αυτό σε συνάρτηση με το συνολικότερο στρίμωγμά τους, τόσο στην Ινδοκίνα (Βιετνάμ, Καμπότζη, Λάος) από την απελευθερωτική δράση των λαών όσο και από την πετρελαϊκή κρίση του 1973, δημιουργούν κλυδωνισμούς της κυριαρχίας τους στη χώρα. Από την άλλη μεριά, οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές με πρωταγωνιστές τους Γάλλους και από κοντά τους Γερμανούς (Δυτική Γερμανία τότε), έχοντας αναπτυχθεί κυρίως οικονομικά αλλά και στρατιωτικά, επιζητούν διεύρυνση του ζωτικού τους χώρου οικονομικά-πολιτικά-γεωστρατηγικά, αμφισβητώντας, όπου και όσο μπορούσαν, τη μονοκρατορία των ΗΠΑ στο πλαίσιο της «δυτικής συμμαχίας».

Η ήττα της χούντας στην Κύπρο και το επικίνδυνο αδιέξοδο που δημιούργησε αποτέλεσε μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές να παρέμβουν άμεσα στις εξελίξεις στην Ελλάδα. Εξ άλλου, είχαν οικοδομήσει μία ολόκληρη πολιτική προς την κατεύθυνση αυτή και πάντα σε ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ.

Από την αντίθεση στη χούντα με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, μέχρι την «αναμόρφωση» του Κ. Καραμανλή στο Παρίσι στη διάρκεια της παραμονής του, καθώς και οι σχέσεις που αναπτύχθηκαν με μία σειρά στελέχη του αστικού πολιτικού κόσμου, αποτελούν στοιχεία μίας ολοκληρωμένης προσπάθειας να αποκτήσουν ρόλο και ισχύ σε μία κρίσιμη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Φυσικά όλα αυτά καμία σχέση δεν είχαν με τη «δημοκρατική» Ευρώπη που κινούνταν σε αντίθετη κατεύθυνση από τα γεράκια των πολέμων, των πραξικοπημάτων και των επεμβάσεων των ΗΠΑ, αλλά υπηρετούσε τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα δυνάμεων που επιζητούσαν να παίξουν νέους ρόλους στην παγκόσμια σκηνή.

Η ντόπια αστική τάξη, παρά τις υπηρεσίες που της πρόσφερε η χούντα στην καταπίεση του λαού και της νεολαίας με την τρομοκρατία, τις διώξεις και τις απαγορεύσεις, ηττημένη στο μέτωπο της Κύπρου, προστρέχει σε νέους προστάτες, τους Ευρωπαίους, αναζητώντας ένα νέο σχέδιο διακυβέρνησης με ευρωπαϊκό προσανατολισμό, κυρίως στο οικονομικό επίπεδο, ενώ στο στρατηγικό-στρατιωτικό δεν αμφισβητείται η αμερικανική κυριαρχία. Η ντόπια ολιγαρχία αναζητάει ένα πιο «ευρύχωρο κοστούμι» εξάρτησης για έναν πιο διευρυμένο ρόλο στην ίδια τη χώρα αλλά και την ευρύτερη περιοχή. Ο προσανατολισμός αυτός αναπτύσσεται και δυναμώνει σε συνάρτηση τόσο με τα «κενά» που δημιουργεί ο ανταγωνισμός των δύο υπερδυνάμεων της περιόδου (αμερικάνικος ιμπεριαλισμός-σοσιαλιμπεριαλισμός) όσο και από την ανάπτυξη της τότε ΕΟΚ.

Συνολικά το σύστημα της εκμετάλλευσης και της εξάρτησης αναζήτησε μία λύση με δεδομένα όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν και αυτή η λύση εκφράστηκε πολιτικά στο πρόσωπο του Κ. Καραμανλή.

Η έλευση Κ. Καραμανλή στην Ελλάδα από το Παρίσι σηματοδοτεί την «αποκατάσταση της δημοκρατίας» και την αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού. Η πρώτη κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, αφού πρώτα είχαν δοθεί τα σχετικά διαπιστευτήρια, η έξοδος από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ για να δοθεί το μήνυμα ότι η διπλή εξάρτηση από ΗΠΑ-Ευρώπη είναι πλέον μία νέα κατάσταση, αποτέλεσαν τα πρώτα χαρακτηριστικά της Γ” Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως τη λένε.

Ο συμβιβασμός του ’74 ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ΗΠΑ-Ευρωπαίων και της ντόπιας αστικής τάξης αποτέλεσε το νέο δόγμα διακυβέρνησης του τόπου. Στην πορεία του, σαράντα χρόνια τώρα, «εμπλουτίστηκε» με την παρουσία νέων πολιτικών δυνάμεων, όπως το ΠΑΣΟΚ, που εξέφρασε πολιτικά τον αντιδραστικό συμβιβασμό της άρχουσας τάξης με τα μεσοστρώματα και υπηρέτησε τόσο τη διπλή εξάρτηση όσο και την είσοδο της χώρας σε ΕΟΚ-ΕΕ.

Από την περίοδο του Ιούλη του 1974 μέχρι σήμερα αυτό το «στάτους», παρά τις αντιθέσεις, τις μικρές ή μεγάλες συγκρούσεις, το τράβηγμα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, δεν έχει αμφισβητηθεί, επί της ουσίας από κανέναν παράγοντα του συστήματος μέσα ή έξω από τη χώρα. Και ο λόγος που δεν έχει παραβιασθεί δεν είναι μόνο το δόγμα «ανήκουμε στη Δύση», που πρόσφατα ασπάστηκε δημόσια και ο Τσίπρας, αλλά γιατί μία πλήρης ανατροπή προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση θα σημάνει και την ανοιχτή σύγκρουση των ιμπεριαλιστών για την κυριαρχία στην χώρα. Μία τέτοια εξέλιξη σε αυτή την κρίσιμη περιοχή των Βαλκανίων και της νοτιοανατολικής Μεσογείου δεν θα ήταν χωρίς αλυσιδωτές επιπτώσεις σε όλο το φάσμα των σχέσεων και των ανταγωνισμών των ιμπεριαλιστών στην περιοχή και στον κόσμο ολόκληρο.

Η ρεφορμιστική Αριστερά στηρίζει την αστική νομιμότητα, σε αντίθεση με τις εργατικές–λαϊκές διαθέσεις

 Τα δείγματα γραφής των δύο πτερύγων του ρεβιζιονιστικού χώρου είχαν δοθεί ήδη από την περίοδο της χούντας με την άρνησή τους να συμμετέχουν στην οργάνωση ενός μαζικού λαϊκού κινήματος αντίστασης και ανατροπής της αμερικανοκίνητης φασιστικής δικτατορίας, παρά τις διαθέσεις μερίδων του λαού και ιδιαίτερα της νεολαίας που συνεχώς μεγάλωναν, είτε αυθόρμητα είτε κάτω από την επιρροή επαναστατικών δυνάμεων με πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτές της ΟΜΛΕ, του ΕΚΚΕ, της ΟΣΕ, του ΜΑΧΗΤΗ και άλλων, με αποκορύφωμα το Πολυτεχνείο τον Νοέμβρη του 1973.

Βασικός προσανατολισμός τους η αποκατάσταση της «δημοκρατικής ομαλότητας», με επαναλειτουργία των πολιτικών κομμάτων και εκλογές. Όλες τους οι κινήσεις και οι δράσεις εντάσσονταν σε αυτό το σχέδιο σε σύμπλευση με παράγοντες του αστικού πολιτικού κόσμου της εποχής, «πεφωτισμένους δεξιούς», κεντρώους και άλλους. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που αρνούνταν την αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση στο κίνημα και περιορίζονταν στον αντιχουντικό αγώνα για να μην τρομάξουν τις δυνάμεις του συστήματος μέσα και έξω από τη χώρα, για τις προθέσεις τους.

Η πτώση της χούντας και ο συμβιβασμός  για την διαμόρφωση ενός νέου πολιτικού σκηνικού διακυβέρνησης αποτέλεσε για τις δυνάμεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς την ευκαιρία για να αποδείξουν πόσο έχουν αλλάξει, πόσο υπεύθυνες έχουν γίνει και πόσο εύκολα μπορούν να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση.

Ακολούθησαν με συνέπεια αυτή την κατεύθυνση υπογράφοντας τον ν.59/74, όπου δηλώνουν πίστη στην αστική νομιμότητα και ενάντιοι στην ανατροπή του καθεστώτος για να μπορέσουν να κατέβουν ως «Ενωμένη Αριστερά» στις εκλογές που ο Καραμανλής ορίζει για τις 17 Νοέμβρη (!!!) του 1974.

Η υπογραφή της δήλωσης και οι γενικότεροι προσανατολισμοί τους καθόρισαν και τα όριά τους στην έκφραση και την οργάνωση των λαϊκών διαθέσεων. Πρωταγωνίστησαν και στην ανάδειξη του Καραμανλή σε σημαντικό παράγοντα της «πολιτικής εξομάλυνσης» και κάτω από το βάρος του εκβιαστικού διλήμματος «Καραμανλής ή τάνκς» του Μίκη Θεοδωράκη ενισχύουν τη ΝΔ του Καραμανλή να κερδίσει με 54% τις πρώτες εκλογές και η «Ενωμένη Αριστερά» στην τέταρτη θέση με 9,5%, πίσω από την Ένωση Κέντρου με 20% και το ΠΑΣΟΚ με 13%.

Είναι φανερό πλέον ότι η ρεφορμιστική Αριστερά την περίοδο που η «εξουσία σερνόταν στους δρόμους» όχι μόνο δεν τόλμησε να πάρει πρωτοβουλίες σύγκρουσης, αλλά επεφύλαξε για τον εαυτό της ρόλο ουράς του αστικού πολιτικού συστήματος και του «ριζοσπαστικού» ΠΑΣΟΚ. Η δε εξέλιξή τους τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης ακόμα χειρότερη. Αντίθετοι και καταδικαστικοί ως προβοκατόρικο (το κουσούρι της καταδίκης της εξέγερσης του Πολυτεχνείου δεν ήταν στιγμιαίο) σε κάθε αγωνιστικό ξέσπασμα των εργατών (23 Ιούλη 1975, 25 Μάη 1976) και της νεολαίας. Έφθασαν η μία πλευρά (ΚΚΕεσ.) να γίνει πλασιέ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η δε άλλη πλευρά να καλεί την ντόπια αστική τάξη να αλλάξει προσανατολισμό και ιμπεριαλιστή πάτρωνα με το «πάρτε βοήθεια από τη Μόσχα». Την ίδια περίοδο προωθούν τις «κινήσεις ειρήνης» για ύφεση και αφοπλισμό, προσπαθώντας συστηματικά να μεταστρέψουν τα αντιιμπεριαλιστικά αισθήματα του λαού με πασιφιστικά κηρύγματα.

Η σημερινή τους εξέλιξη έχει τις ρίζες της και σε εκείνη την περίοδο που σφραγίστηκε από την υποταγή τους στα σχέδια και τα «οράματα» της ντόπιας αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού.

Περί του τέλους  της μεταπολίτευσης

Πολλές φορές και από διαφορετικές κατευθύνσεις έγινε λόγος για το «τέλος της μεταπολίτευσης», με αφορμές κυρίως εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις και βέβαια πάντα στο απυρόβλητο τα δεσμά της διπλής εξάρτησης από τους ιμπεριαλιστές. Ιδιαίτερα από την πλευρά αντιδραστικών δυνάμεων, «το τέλος της μεταπολίτευσης» ταυτίστηκε με το ολοκληρωτικό κτύπημα κάθε εργατολαϊκού δικαιώματος και κατάκτησης, κάθε πολιτικής και συνδικαλιστικής ελευθερίας για οργάνωση και δράση.

Από την κατάργηση της επετείου της εξέγερσης του Νοέμβρη, με τις συνεχείς απαγορεύσεις της πορείας προς την αμερικανική πρεσβεία ήδη από το 1977, τις οποίες αποδέχονταν οι «υπεύθυνες» ρεφορμιστικές δυνάμεις της Αριστεράς, με αποκορύφωμα το αιματοκύλισμα της πορείας τον Νοέμβρη του ’80, με τους δύο νεκρούς αγωνιστές Κουμή και Κανελλοπούλου, και τη δολοφονία Καλτεζά το Νοέμβρη του 1985 έως την «κατάργηση  της πάλης των τάξεων» με τον αντεργατικό νόμο 330/76 του Λάσκαρη (υπουργού Εργασίας επί ΝΔ) και από το  άνοιγμα του «τούνελ της λιτότητας» του ΠΑΣΟΚ ’84-’85 μέχρι τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΣΥΝ  το ’89-’90, βασική κατεύθυνση αποτελεί να διαφυλαχθεί το σύστημα από τις λαϊκές αναταράξεις και να συντριβεί το ρωμαλέο κίνημα της περιόδου των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης. Σημαντικός παράγοντας της υπονόμευσης του εργατικού-λαϊκού κινήματος, η προώθηση της ταξικής συνεργασίας-υποταγής στους εργασιακούς χώρους, όπου ΠΑΣΟΚ και ρεφορμιστές της Αριστεράς πρωταγωνίστησαν μέσα στα «επιχειρησιακά συμβούλια» στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, σε συνδυασμό με την επιβολή της ΑΤΑ (αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή) αποδυναμώνει το κίνημα από τα ταξικά του χαρακτηριστικά.

Από την άλλη πλευρά, στο πλαίσιο του λαϊκού κινήματος και παρά τον πυροσβεστικό έως αρνητικό ρόλο των ρεφορμιστών, αναπτύσσονται σημαντικές τάσεις διεκδίκησης, Από το εργοστασιακό κίνημα των πρώτων χρόνων έως την κατάργηση του ν.815 το ’79-’80, εργάτες και νεολαία οργανώνουν την πάλη τους, διαμορφώνουν νέες κατακτήσεις, αντιστέκονται στον μονοπωλιακό εκσυγχρονισμό που προσπαθούν να επιβάλλουν η αστική τάξη και τα κόμματά της.

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση τον Οκτώβρη του 1981 ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στα πολιτικά πράγματα της χώρας και διαμορφώνει νέους συσχετισμούς τόσο στο πλαίσιο της αστικής τάξης όσο και στο λαϊκό κίνημα.

Η σοσιαλδημοκρατία «σαρώνει» εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη (Γαλλία-Ισπανία-Πορτογαλία-Σκανδιναβία), εκφράζοντας ταξικά έναν αντιδραστικό συμβιβασμό αστικών τάξεων και μεσοστρωμάτων και στο πολιτικό επίπεδο τη συστράτευση της σοσιαλδημοκρατίας με τη ρεφορμιστική Αριστερά για μία «ισχυρή ενωμένη Ευρώπη» απέναντι στις δύο υπερδυνάμεις. Στη χώρα μας αυτό το ρεύμα εκπροσωπήθηκε από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο διαμόρφωσε ένα ευνοϊκό κλίμα για την ανάδειξη των «νέων τζακιών» της αστικής τάξης, ξεκινώντας τον καταστροφικό κύκλο της παραρτηματοποίησης της οικονομίας στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής ΕΟΚ, ενώ ταυτόχρονα ο Α. Παπανδρέου υπογράφει με τους Αμερικανούς νέα συμφωνία για την παραμονή των βάσεων στη χώρα.

Την ίδια περίοδο, οι ΗΠΑ ανασυγκροτούν τις δυνάμεις τους και με την εκλογή Ρίγκαν ξεκινάει μία νέα περίοδος ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που αν η μία πλευρά της είχε το στρίμωγμα της ΕΣΣΔ, η άλλη πλευρά της είχε τη συμμόρφωση της Ευρώπης στα αμερικανικά κελεύσματα. Η στρατηγική της έντασης κορυφώνεται με την εγκατάσταση των πυραύλων Πέρσινγκ και Κρουζ στην Ευρώπη για την αντιμετώπιση του εχθρού που κινείται επιθετικά σε πολλά μέτωπα (Αφγανιστάν- Αφρική- Ν. Αμερική-Μέση Ανατολή). Ενώ η Θάτσερ συντρίβει το εργατικό κίνημα στην Αγγλία, ανοίγοντας για το μονοπωλιακό κεφάλαιο μία νέα περίοδο στρατηγικής επίθεσης απέναντι στην εργατική τάξη.

Οι εξελίξεις αυτές κορυφώνονται με τις ανατροπές του ’89-’91 στην ΕΣΣΔ και στα υπόλοιπα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, διαμορφώνοντας ένα νέο πλαίσιο στο ταξικό, το πολιτικό και το γεωστρατηγικό επίπεδο.

Βασικό στοιχείο αυτού του πλαισίου, η κλιμάκωση της επίθεσης στην εργατική τάξη και στους λαούς από το κεφάλαιο και τους ιμπεριαλιστές, για να διαμορφωθούν νέοι πιο ισχυροί όροι κυριαρχίας τους μέσα από την ανατροπή όλων των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων της προηγούμενης περιόδου.

Ενώ σε όλο τον πλανήτη ακούγεται η θεωρία του «τέλους της ιστορίας», στην Ελλάδα αυτό εξειδικεύεται στο «τέλος της μεταπολίτευσης», στο ξεκίνημα δηλαδή του ξηλώματος και της ανατροπής όλων των κατακτήσεων από την περίοδο της πτώσης της χούντας και ύστερα. Είναι ταυτόχρονα η περίοδος όπου η αστική τάξη θεωρεί ότι μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια και αρχίζει να σχηματίζει το σχέδιο για μία «ισχυρή Ελλάδα» μέσα στον «σκληρό πυρήνα της ΕΕ». Όπως τότε εκτιμούσαμε σαν οργάνωση και εφημερίδα και σήμερα έχουν επιβεβαιώσει οι εξελίξεις, η ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ ήταν μία πολιτική-γεωστρατηγική απόφαση των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών για τη δική τους ενίσχυση στην περιοχή. Όσο για την εξόρμηση στα Βαλκάνια (ιμπεριαλιστική την είπαν κάποιοι), δεν αποτελούσε παρά δράση «προσκόπων», που έγινε σκόνη με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του ιμπεριαλιστικού-καπιταλιστικού συστήματος.

Σήμερα, έπειτα από τέσσερα χρόνια ολομέτωπης επίθεσης, ο Σαμαράς διακηρύσσει στο συνέδριο του «Economist» ότι «πάψαμε να είμαστε η τελευταία σοβιετική χώρα στον κόσμο», αποκαλύπτοντας έτσι ωμά ότι τα δικαιώματα και οι κατακτήσεις του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας για το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό είναι τόσο εχθρικά προς τη φύση του συστήματος της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης όσο και ο σοσιαλισμός. Ο Σαμαράς και ό,τι εκπροσωπεί θέλει να βάλει και αυτός το δικό του τέλος στη μεταπολίτευση που «είναι υπεύθυνη για εδώ που φτάσαμε» με την ένταση της επίθεσης, την ενίσχυση των δεσμών της διπλής εξάρτησης, την κλιμάκωση της φασιστικοποίησης της δημόσιας και πολιτικής ζωής. Το νέο σχέδιο της αστικής τάξης αναφέρεται στην «ανάπτυξη της χώρας» μέσα από την ισοπέδωση της δυνατότητας του λαού να ζει και να διεκδικεί.

Για τον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία η αποτίμηση κάθε περιόδου δεν μπορεί να γίνει με τους όρους και τα κριτήρια της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών, αλλά με τα δικά τους ταξικά συμφέροντα και μέτρο το επίπεδο της πολιτικής τους συγκρότησης, τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις που κερδίζονται ή χάνονται στο πεδίο της ταξικής πάλης. Από την άποψη αυτή, καμία αποτίμηση δεν έχει αξία αν δεν απαντήσει από τη μεριά των εργατικών-λαϊκών συμφερόντων πώς φτάσαμε στις μέρες μας μέσα σε μικρό, σχετικά, χρονικό διάστημα να χαθούν κατακτήσεις «ενός αιώνα» αγώνων και θυσιών; Γιατί τότε θα αναδειχθούν όλα τα πολιτικά ζητήματα της οργάνωσης και της κατεύθυνσης της πάλης των εργατών και του λαού, αποκαλύπτοντας ότι η ταξική συνεργασία-υποταγή και ο ρεφορμισμός είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για τις ήττες του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Σήμερα που η κυβερνώσα Αριστερά σχεδιάζει τη «μεταπολίτευση του λαού» μέσα από μία βαθιά δεξιά μετατόπιση και προσαρμογή στις απαιτήσεις αστικής τάξης και ιμπεριαλιστών, προβάλλει η ανάγκη χάραξης μίας άλλης κατεύθυνσης στο κίνημα, απαλλαγμένης από τα υλικά της ήττας και της υποταγής.

Για την εργατική τάξη και τον λαό δεν θα υπάρξει δική τους «μεταπολίτευση», αλλά ταξική-πολιτική σύγκρουση με τους πραγματικούς τους αντιπάλους, που μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για τη συνολική απελευθέρωση από τα δεσμά της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης.

Αναζήτηση
Social Media

Βουλευτικές Εκλογές 2023
Αντίσταση - Οργάνωση

 
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr