04 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 2015

Παλιά υλικά σε φρέσκιες συσκευασίες

Διευκρινιστικό σημείωμα

Το κείμενο αυτό είχε σχεδόν ολοκληρωθεί όταν δημοσιοποιήθηκε η ανακοίνωση της ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για ματαίωση της εκλογικής συνεργασίας με την Λαϊκή Ενότητα. Με δεδομένο ότι η εξέλιξη αυτή διαφοροποιεί μεν ορισμένες πλευρές αλλά όχι το ουσιαστικό μέρος των ζητημάτων που τίθενται σ’ αυτό το κείμενο, επιλέχτηκε να παραμείνει ως έχει. Όσο για την νέα αυτή εξέλιξη, να αντιμετωπισθεί σαν ιδιαίτερο ζήτημα και με βάση το πώς τελικά θα αποκρυσταλλωθούν τα πράγματα. Πολύ περισσότερο που εκκρεμούν οι αποφάσεις του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όπου ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ καταθέτουν τις δικές τους προτάσεις που κινούνται σε διαφορετική κατεύθυνση από αυτήν της ΚΣΕ. Για την ώρα ορισμένες κατ’ αρχάς παρατηρήσεις πάνω στην ανακοίνωση της ΚΣΕ.
Απ’ ό,τι διαφαίνεται η ματαίωση της συνεργασίας οφείλεται σε δύο βασικά ζητήματα.
Το πρώτο αφορά το πολιτικό μέρος, όπου στις τροποποιήσεις που πρότεινε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ η ΛΑΕ απαντά πως «το πρόγραμμα έχει ολοκληρωθεί για την ΛΑΕ και δεν επιδέχεται ουσιαστικών αλλαγών».
Το δεύτερο αφορά την απόρριψη από την ΛΑΕ της πρότασης για «ισότιμη εκλογική συνεργασία που θα αποτυπώνεται στο όνομα (ΛΑΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ), στην κατάρτιση των ψηφοδελτίων και την εκλογή αντιπροσώπων».
Τώρα, το τι από τα δύο ζητήματα βάρυνε περισσότερο στην απόφαση της ΚΣΕ, το αφήνουμε στην κρίση του καθενός. Απ’ εκεί και πέρα, το πού θα οδηγήσουν οι διαφωνίες που έχουν εκδηλωθεί στα πλαίσια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μένει να το δούμε. Να σημειώσουμε ωστόσο ότι αιωρείται και ένα ερώτημα, θα ‘θελε -με τους όρους του- πάντα όλη την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή μόνο το πιο «προσαρμόσιμο» τμήμα της.

Επαφές και ζυμώσεις

Ο Λαφαζάνης και οι περί αυτόν προχωρούν στη δημιουργία της Λαϊκής Ενότητας. Σε παλλαϊκή ενότητα καλούν με διακηρύξεις τους παράγοντες και δυνάμεις της ευρύτερης αριστεράς και στα πλαίσια ενός plan-B.
Το plan-B του Αλαβάνου έχει έρθει σε μια κατ’ αρχήν συμφωνία υψώνοντας κι αυτό τη σημαία της ανταρσίας.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εκδηλώνει τάσεις σύμπραξης στο παλλαϊκό εγχείρημα.
Για την ώρα βέβαια η κάθε πλευρά καλεί στη «δική της» ενότητα, αλλά ας μην αποκλείσουμε την πιθανότητα να συνευρεθούν σε ένα ενιαίο σχήμα τουλάχιστον οι περισσότεροι από αυτούς.
Άλλωστε το δέλεαρ της εισόδου στη Βουλή και του πλασαρίσματος στην κεντρική πολιτική σκηνή είχε πάντα ισχυρές -σχεδόν «μαγικές»- συγκολλητικές ιδιότητες.

Θα ξανα-ξεσκίσουμε τα Μνημόνια

Όπως και να ‘χει, όλοι αυτοί και πολύ στα σοβαρά μας διαβεβαιώνουν ότι:
Θα ξανα-ξεσκίσουν τα μνημόνια.
Θα ξανα-διαγράψουν το χρέος.
Θα ξανα-αυξήσουν τα μεροκάματα.
Θα ξανα-διασφαλίσουν τις συντάξεις.
Θα ξανα-καταργήσουν τον ΕΝΦΙΑ.
Θα ξανα-εθνικοποιήσουν τις Τράπεζες.
Θα ξανα-συγκρουστούν με την ΕΕ, την ΕΚΤ, το ΔΝΤ.
Θα βγουν («αν χρειαστεί») από την ΟΝΕ, το «συζητάνε» για ΕΕ, εκπονούν πλάνα παραγωγικής ανασυγκρότησης-αναμόρφωσης της χώρας και με ορίζοντα έως και σοσιαλιστικό!
Εκείνο που «ξεχνάνε» είναι ότι τα ίδια ακριβώς λέγαν, υποστήριζαν και υποτίθεται προωθούσαν όλα τα προηγούμενα «μνημονιακά» (ή και πιο πριν) χρόνια. Ότι όλοι τους, και ο καθένας με τον τρόπο του, κινήθηκαν, συμμετείχαν, στήριζαν, σιγοντάρισαν με την πολιτική τους το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ.
Η γνωστή κατάληξη θα απαιτούσε και κάποιες εξηγήσεις από όλους αυτούς, πράγμα για το οποίο δεν είμαστε και τόσο αισιόδοξοι.

Μια προδιαγεγραμμένη πορεία

Ένα σημαντικό ζήτημα αποτελεί το γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγήθηκε και οδήγησε τα πράγματα στην γνωστή κατάληξη και τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε απ’ αυτό.
Οι εξηγήσεις που αναφέρονται στην «ελλιπή προετοιμασία» του ΣΥΡΙΖΑ, στην «ανεπάρκεια» της ηγετικής του ομάδας ή ακόμα και στην «προδοσία» του Τσίπρα και άλλες παρόμοιου χαρακτήρα, το μόνο που κάνουν είναι να αποπροσανατολίζουν ως προς την ουσία του πράγματος.
Το ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί και αντίστροφα. Θα μπορούσε να υπάρξει μια άλλη εξέλιξη με βάση τα πραγματικά δεδομένα του ζητήματος; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά εξηγεί όχι μόνο την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την προοπτική των σημερινών ανασυσκευασμένων προτάσεων όλου αυτού του φάσματος.
Όσο τουλάχιστον μας αφορά, εμείς σταθερά επιμένουμε ότι οι απαντήσεις βρίσκονται πρώτα και πάνω απ’ όλα στα πραγματικά δεδομένα.
Στο πώς «διαβάζονται» (και διαβάζονται) αυτά τα δεδομένα όχι μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά από το σύνολο αυτών των δυνάμεων.
Στο πώς εντάσσονται αυτές οι δυνάμεις στο πλαίσιο που συγκροτούσαν τα πραγματικά δεδομένα, ποια πολιτική διαμόρφωναν με βάση αυτή τους την «ανάγνωση», σε ποιες αυταπάτες οδηγούνταν.
Αυταπάτες που χαρακτήριζαν το σύνολο αυτών των δυνάμεων έστω και αν εμφανίζονταν με πιο ευδιάκριτο τρόπο στις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ.

Το κοινό υπόβαθρο

Υπάρχει ένα κοινό κατ’ αρχάς υπόβαθρο στις αντιλήψεις αυτών των δυνάμεων.
Αυτό βρίσκεται στην θεώρηση του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος έστω και αν εμφανίζεται αυτή με διαφορετικές διατυπώσεις.
Στην αντίληψη με βάση την οποία αντιμετωπίζεται, που επιδέχεται, «επιτρέπει» ή μπορεί να «ανεχτεί» καθοριστικού χαρακτήρα μεταβολές με βάση τις δικές του «εσωτερικές» λειτουργίες και στα πλαίσια των αντιφάσεων και αντινομιών που το χαρακτηρίζουν.
Στην ερμηνεία της επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά τους λαούς και η οποία αποδίδεται στην επικράτηση «νεοφιλελεύθερων» αντιλήψεων και στην οικονομική κρίση.
Στην -καθόλου αθώα- παράκαμψη των βασικών όρων που πυροδότησαν και άνοιξαν τον δρόμο σ’ αυτή την επίθεση. Δηλαδή την ανατροπή των συσχετισμών που έφερε η οπισθοχώρηση, η ήττα του Εργατικού Επαναστατικού Κομμουνιστικού Κινήματος και η παλινόρθωση στις σοσιαλιστικές χώρες, υπέρ των πιο αντιδραστικών και επιθετικών δυνάμεων του συστήματος. Οι αυταπάτες για τον χαρακτήρα της ΕΕ, των «δημοκρατικών» ευρωπαϊκών παραδόσεων και του ρόλου των «προοδευτικών» (τύπου Ολάντ λ.χ.) ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Οι ανάλογες αυταπάτες για τα όρια στήριξης που τους παρείχε η αστική τάξη της χώρας μας με βάση την «δυσφορία» της για πλευρές των μνημονίων.
Οι φαντασιώσεις για «αξιοποίηση» των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, είτε των ενδοευρωπαϊκών, είτε των διάφορων Ευρωπαίων-Αμερικανών, είτε των αντιθέσεων Δύσης-Ανατολής.

Η άρνηση της πραγματικότητας

Στην πρεμούρα τους αυτό που κάναν είναι να προσπερνούν την ίδια την πραγματικότητα.
Το ότι το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα φέρει τα χαρακτηριστικά και δεν λειτουργεί παρά σαν …καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό.
Ότι η επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά τους λαούς (στην οποία πρωτοστατούν οι ΗΠΑ του… Ομπάμα) δεν είναι αποτέλεσμα κάποιων κυβερνητικών αποφάσεων που μπορούν και να αλλάξουν αλλά προϊόν και έκφραση κοσμοϊστορικού χαρακτήρα ανατροπών.
Ότι η επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη αποτελεί πολιτική του κεφαλαίου σε όλες τις χώρες ανεξαίρετα.
Ότι η εκστρατεία επανακατάκτησης επαναποικιοποίησης του κόσμου είναι πολιτική του συνόλου των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Ότι η πολιτική της ΕΕ απέναντι στις χώρες της ευρωπαϊκής «αυλής» της δεν είναι πολιτική αποκλειστικά της Γερμανίας αλλά συνολικά του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού πυρήνα.
Ότι οι αντιθέσεις ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν αφορούν την πολιτική τους απέναντι στην εργατική τάξη και τους λαούς αλλά τους μεταξύ τους διακανονισμούς.
Ότι η Ρωσία κατά κύριο λόγο, αλλά και η Κίνα έχουν ήδη πολλά ανοιχτά μέτωπα με Αμερικάνους-Δύση και δεν διατίθενται να ανοίξουν ένα ακόμη και μάλιστα εντός του ευρωπαϊκού-ΝΑΤΟϊκού πεδίου.
Ότι η αστική τάξη της χώρας μας παρά την όποια «δυσφορία» της σε πλευρές των μνημονίων όχι μόνο δεν διαφωνεί με το βασικό αντεργατικό, αντιλαϊκό τους περιεχόμενο αλλά είναι η ίδια που εδώ και χρόνια το προωθούσε και προσπαθούσε να το επιβάλλει. Ταυτόχρονα έχει καταστήσει σαφές ότι οι βασικές της επιλογές -«ανήκομεν εις την Δύσιν», την ΕΕ, το ΝΑΤΟ- παραμένουν σταθερές και αμετακίνητες.
Με βάση συνεπώς όλα αυτά ήταν προδιαγεγραμμένο το πού θα οδηγηθούν τα πράγματα και αυτό δεν είναι κάτι που το λέμε «μετά» και τώρα αλλά το υποστηρίζαμε από πάντα.

Βήματα στον …αέρα

Αυτές οι αυταπάτες χαρακτήριζαν το σύνολο αυτών των δυνάμεων και εκφράστηκε τόσο στα προγράμματα όσο και σε μια πολιτική που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εξέθρεψε την κυριαρχία της τάσης που οδήγησε στο σημερινό αποτέλεσμα.
Από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης μέχρι τις διάφορες παραλλαγές μεταβατικών προγραμμάτων ή και τις φαντασιώσεις μεταβατικών εξουσιών.
Εδώ δεν θα μας απασχολήσει το περιεχόμενο, η διάρθρωση, η λογική τους. (Έχουμε άλλωστε παλιότερα αναφερθεί). Εδώ θα σταθούμε σε μια βασική πλευρά του ζητήματος. Αυτό που αποδείχτηκε για άλλη μια φορά είναι ότι τέτοιου είδους προγράμματα, ακόμα και στις πιο ήπιες των εκδοχών τους, δεν γίνονται ούτε αποδεκτά ούτε καν ανεκτά από τις δυνάμεις του συστήματος.
Ότι η προώθησή τους μπορεί να γίνει μόνο σε βάση αναμέτρησης ή για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο στον οποίο αρέσκονται, με όρους ρήξης. Μόνο που η ρήξη δεν είναι καραμέλα για να την πιπιλάμε, ούτε μια λέξη που μπορούμε να την κοπανάμε αφορολόγητα όπου μας βολεύει.
Θέλει τους δικούς της όρους και προϋποθέσεις. Θέλει ένα κίνημα συγκροτημένο και έναν λαό προετοιμασμένο και αποφασισμένο να προχωρήσει σ’ αυτήν, να την παλέψει, να την υπερασπιστεί, να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες, τις συνέπειες, την αντίδραση των δυνάμεων του συστήματος.
Τέτοιου χαρακτήρα όροι όχι μόνο δεν υπήρξαν, όχι μόνο δεν προσπαθήθηκε να οικοδομηθούν, αλλά οι κινήσεις και η πολιτική αυτών των δυνάμεων είχαν την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Κατ’ αρχάς η αντίληψη που καλλιεργήθηκε για το ποια είναι η πραγματική κατάσταση, για τις ευνοϊκές συνθήκες που υπήρχαν και στην οποία αναφερθήκαμε μόλις προηγούμενα.
Το ότι σε μια τέτοια βάση καλλιεργήθηκε, προωθήθηκε η άποψη της εύκολης «επιστροφής» στην προηγούμενη -τουλάχιστον- κατάσταση.
Στην κυριάρχηση αυτής της αντίληψης στις «πλατείες» τόσο σαν αυθόρμητη τάση της μικροαστικής μάζας όσο και με βάση την ενίσχυσή της από τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλες δυνάμεις.
Στην παρεμπόδιση -έως και με τραμπουκισμούς- της «συνάντησης» του κόσμου της πλατείας με εργατόκοσμο και άλλες οργανώσεις, μη τυχόν και «επιμολυνθεί» με εργατικές και κομμουνιστικές απόψεις.
Την αδρανοποίηση στην συνέχεια του κινήματος, την εναπόθεση της λαϊκής υπόθεσης στην «κεντρική πολιτική λύση» (δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ), την υπαγωγή όλων των κινήσεων και προσπαθειών στην επικείμενη «μάχη των μαχών» που θα ‘τανε οι εκλογές.
Στην κατεύθυνση αυτή συνέργησαν και η κάθε μια με τον τρόπο της το σύνολο αυτών των δυνάμεων. Σήμερα απεκδύονται όλες τους πάσης ευθύνης.
Όσο για την αυτοκριτική είναι φανατικά υπέρ.
Υπέρ της αυτοκριτικής των …«άλλων»!
Δεν εκπλησσόμαστε. Έχουμε συνηθίσει χρόνια τώρα στις μεταμορφώσεις τους και για τις οποίες δεν έδωσαν ποτέ λόγο σε κανέναν. Στο να «ξεχνάν» σήμερα τι έλεγαν χτες. Άσε που με βάση την ιδιοσύστασή τους μπορεί και να ξεχνάν στ’ αλήθεια.
Το κυριότερο ωστόσο βρίσκεται αλλού. Αυτή η άρνηση αυτοκριτικής έχει σαν βασική της συνάρτηση το ότι και σήμερα παρά τις φραστικές διαφοροποιήσεις στις ίδιες ράγες κινούνταν. Ας περάσουμε λοιπόν σ’ αυτό.

Οι διαφοροποιήσεις και η αξιοπιστία τους

Οι σημαντικότερες διαφοροποιήσεις αφορούν ορισμένες διατυπώσεις-εκτιμήσεις για τα χαρακτηριστικά και την πολιτική των δυνάμεων του συστήματος. Διαβάζουμε λ.χ. στην «Κοινή δήλωση πολιτικών οργανώσεων και συλλογικοτήτων» (ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ-ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ-ΚΙΝΗΜΑ ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ). «Πρόκειται για σύγχρονη αποικιοκρατία των υπερεθνικών μηχανισμών της ΕΕ και των πολυεθνικών για την συνολική επέκταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, του λαού από τις δυνάμεις του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού και τον πλήρη έλεγχο της οικονομικής και πολιτικής ζωής».
Ανάλογες διατυπώσεις, τόσο γι’ αυτές όσο και για άλλες πλευρές του ζητήματος, υπάρχουν τόσο στην ίδια όσο και σε άλλες τοποθετήσεις. Θα μπορούσε λοιπόν να ειπωθεί πως πρόκειται για μια θετική αφετηρία αντιμετώπισης του όλου ζητήματος.
Μόνο που εμείς έχουμε τις επιφυλάξεις μας και οι οποίες εδράζονται πάνω σε συγκεκριμένα δεδομένα. Στις απόψεις για τα ίδια ζητήματα που χρόνια τώρα διατυπώνουν αυτές οι δυνάμεις και στις οποίες ως ένα βαθμό αναφερθήκαμε προηγούμενα. Ενδεικτικά και μόνο να υπενθυμίσουμε και τις απόψεις τους για την «παγκοσμιοποίηση», τις «ολοκληρώσεις», τον χαρακτήρα της ΕΕ, τον χαρακτήρα της επίθεσης του κεφαλαίου, στο ότι ο ιμπεριαλισμός ακόμη και ως λέξη ήταν περίπου «απαγορευμένη» στις τοποθετήσεις τους και άλλα πολλά. Αναθεωρούν αυτές τις απόψεις έστω «σιωπηρά», καθώς το συνηθίζουν. Ακόμη και αν υποθέταμε κάτι τέτοιο, το πρόβλημα παραμένει.
Αναφερόμαστε εδώ σε ένα μπακγκράουντ απόψεων και αντιλήψεων το οποίο έχει συσσωρευτεί εδώ και πολλά χρόνια και στη βάση του οποίου έχουν διαμορφωθεί και κινηθεί πολιτικά αυτές οι δυνάμεις για όλο αυτό το διάστημα. Ένα σύνολο αντιλήψεων από το οποίο ούτε θέλουν ούτε μπορούν να αποσπαστούν και στο οποίο κάθε φορά «επιστρέφουν» από τις όποιες διαφοροποιήσεις αναγκάζονται να υιοθετήσουν κάτω από την πίεση των πραγμάτων.
Πάνω απ’ όλα στο ότι αυτές οι αντιλήψεις συνεχίζουν να αποτελούν το πεδίο αναφοράς, και το οποίο υπαγορεύει τις σημερινές τους απόψεις και προτάσεις και το πώς βλέπουν να αντιμετωπίζεται η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί.

Ποια η -ενδεχόμενη- βάση ενότητας

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν έχει αποσαφηνιστεί τελεσίδικα αν και ποιοι θα συμπράξουν σ’ ένα ενιαίο σχήμα.
Υπάρχουν και τάσεις που αντιδρούν, ωστόσο ισχυρότερες εμφανίζονται οι ενωτικές. Ας τις δούμε.
Διαβάζουμε λοιπόν στο κάλεσμα που υπογράφεται από σειρά στελεχών (Λαφαζάνης, Νταβανέλος, Γαλάνης, Σακελλαρόπουλος κ.ά.) και οι οποίοι εκπροσωπούν μια πληθώρα οργανώσεων.
«Οι παρακάτω υπογράφοντες … καταγγέλλουν το νέο τρίτο μνημόνιο και καλούν σε μεγάλους ενωτικούς αγώνες για την ανατροπή του και την ανατροπή όλων των μνημονίων, για μια νέα προοδευτική πορεία της χώρας».
Από τη μεριά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουμε την πρόταση «ανοιχτού καλέσματος πολιτικής συνεργασίας των αντικαπιταλιστικών αντιιμπεριαλιστικών αντι-ΕΕ και ανατρεπτικών δυνάμεων».
Ανάλογες εκκλήσεις και διακηρύξεις με αυτή ή εκείνη την απόκλιση διατυπώνονται και από πολλές άλλες πλευρές.
Εδώ ας περιοριστούμε σε μια τοποθέτηση που προέρχεται από εκείνη την οργάνωση (ΝΑΡ), στην οποία, εξ όσων μπορούμε να διακρίνουμε, εκδηλώνονται οι ισχυρότερες αντιδράσεις.
Αναφερόμαστε στα «10+1 σημεία για την εκλογική συνεργασία του ΟΧΙ μέχρι το τέλος» που διατυπώνονται από μέλη του ΝΑΡ και της ΝΚΑ.
Στο κείμενο της ανακοίνωσης μπορεί να διακρίνει κανείς την αντιφατικότητα, την ιδιόμορφη «συνύπαρξη» διαφορετικών προσεγγίσεων, τα διλήμματα τα οποία αντιμετωπίζουν οι δυνάμεις του ΝΑΡ.
Σ’ ένα εκτεταμένο πρώτο μέρος εκτίθενται οι εκτιμήσεις και απόψεις του ΝΑΡ για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί καθώς και ποιον χαρακτήρα συνεργασίας θα ήθελε με βάση αυτές τις απόψεις. Μια τοποθέτηση με βάση την οποία θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι δύσκολα θα μπορούσαν να γεφυρωθούν αυτές οι απόψεις με τις αντίστοιχες της Λαϊκής Ενότητας και άλλων δυνάμεων.
Υπάρχει όμως και η συνέχεια που δείχνει τις διαθέσεις αυτών τουλάχιστον που υπογράφουν την ανακοίνωση. «Γι’ αυτό τον λόγο και με βάση το προγραμματικό κεκτημένο της κοινής μάχης για το ΟΧΙ της ρήξης από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ-ΝΑΡ … (παρατίθενται όσοι υποστήριζαν το ΟΧΙ)… Το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλουν με ειλικρίνεια ενωτική διάθεση, συντροφικότητα και συναίσθηση του πολιτικά κατεπείγοντος να απευθυνθούν στην Αριστερή Πλατφόρμα και σ’ όλες τις διαφοροποιήσεις του ΣΥΡΙΖΑ… για μια κοινή εκλογική κάθοδο… Η κοινή εκλογική έκφραση του μπλοκ του ΟΧΙ μέχρι τέλους είναι κάτι πολύ πιο βαθύ από μια απλή συμμαχία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την Αριστερή Πλατφόρμα και μια εκλογική διακήρυξη… Δεν μπορεί όμως το «δεν προλαβαίνουμε» να αποτελέσει δικαιολογία μη συνεργασίας. Οι καιροί ου μενετοί… Πάντα στην ιστορία θα υπάρχουν στιγμές που συμπυκνώνουν μια ολόκληρη πορεία και οι εκάστοτε επιλογές θα λειτουργούν προωθητικά ή αντιστρόφως ως σημαντικά πισωγυρίσματα».
Θα σταθώ σε δύο μόνο σημεία της ανακοίνωσης. Στην αναφορά για το «πολιτικά κατεπείγον» του πράγματος και στο σημείο για την «συμπύκνωση της ιστορίας σε κάποιες στιγμές της».
Προφανώς, κατά την άποψη αυτών που υπογράφουν την ανακοίνωση, βρισκόμαστε σε μια τέτοια στιγμή. Μόνο που αυτή η ρημάδα η ιστορία έχει «συμπυκνωθεί» και στις προηγούμενες εκλογές (και με έκφραση αυτής της «συμπύκνωσης» του ΣΥΡΙΖΑ) και στις πιο προηγούμενες και έχουμε χάσει τον λογαριασμό στο πόσες φορές έχουμε ακούσει παρόμοιες εκτιμήσεις από τις ίδιες πλευρές. Πόσες φορές και στο όνομα του «πολιτικά κατεπείγοντος» έπρεπε να υποταχθούν τα πάντα στη «μάχη των μαχών» που θα ‘ταν οι κάθε φορά επικείμενες εκλογές.
Και κάπως έτσι, από «μάχη» σε «μάχη» και από «προωθητική» απάντηση σε «προωθητική» απάντηση πατώσαμε. Αλλά να τη ξανά μπροστά μας να μας γνέφει η ιστορία, η οποία αυτή τη φορά «συμπυκνώνεται» στη συνεργασία με την λαφαζανική Λαϊκή Ενότητα.
Και όπως έχουν τα πράγματα η πολιτική βάση της συνεργασίας θα έχει το στίγμα της Λαϊκής Ενότητας μια και έτσι διαγράφονται οι μεγαλύτερες πιθανότητες εκλογικής επιτυχίας. Το δέλεαρ είναι ισχυρό, ωστόσο και όπως προαναφέραμε δεν μπορούμε να προδικάσουμε την κατάληξη. ΑΡΑΝ ΑΡΑΣ τάσσονται αναφανδόν υπέρ, στο ΝΑΡ ωστόσο εκδηλώνονται διαφωνίες και τάσεις που δεν ξέρουμε κατά πόσο θα μπορέσουν να καταπιούν κάτι τέτοιο.

Η σπέκουλα και τα όριά της

«Αν χρειαστεί θα συγκρουστούμε με την Ευρωζώνη», δηλώνει ο Στρατούλης για να συμπληρώσει ο Λαφαζάνης: «εφόσον χρειαστεί θα φύγουμε από την Ευρωζώνη». Δηλαδή μπορεί και να «μη χρειαστεί»; Και με ποια έννοια;
Στο σύνολό τους αυτές οι δυνάμεις αναφέρονται συνέχεια, επίμονα και εμφαντικά στο 62% του ΟΧΙ αλλά και στο εκλογικό αποτέλεσμα που έφερε την «πρώτη αριστερή κυβέρνηση».
Από τη μεριά μας δεν υποτιμούμε καθόλου την εκδήλωση των επιθυμιών του ελληνικού λαού που μάλιστα -ιδιαίτερα στην περίπτωση του δημοψηφίσματος- εκφράστηκε κάτω από συνθήκες πίεσης. Το πώς αξιολογείται ωστόσο αυτό και στη βάση του συνόλου των δεδομένων, είναι άλλο ζήτημα.
Ας το θέσουμε με τον πιο απλό τρόπο.
Όπως ήδη έχουμε ξαναγράψει, αν το ερώτημα αφορά απλά το τι θα ‘θελε ή δεν θα ‘θελε ο ελληνικός λαός σε σχέση με αυτά τα μέτρα, όχι το 62 αλλά το 92% θα απαντούσε αρνητικά. Μόνο που αν αρκούσε αυτό, τα μέτρα θα ‘χαν ανατραπεί εδώ και πολύ καιρό. Ας διευρύνουμε κάπως το ζήτημα. Οι επιθυμίες των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων λαϊκών μαζών είναι δεδομένες σ’ όλες τις εκμεταλλευτικές και καταπιεστικές κοινωνίες και από τότε που αυτές υπάρχουν. Ο μετασχηματισμός ωστόσο αυτών των επιθυμιών σε αποφασιστική, ισχυρή πολιτική δύναμη είναι μια άλλη υπόθεση με τους δικούς της όρους, προδιαγραφές και απαιτήσεις όπως άλλωστε μας το δείχνει και η ιστορία της ταξικής πάλης. Αν τα πράγματα ήταν τόσο απλά όσο τα παρουσιάζουν, τότε ούτε και ο Τσίπρας θα μπορούσε να μετατρέψει το ΟΧΙ στο δικό του ΝΑΙ.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Μπροστά μας και σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις διαγράφεται ένα άκρως αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα. Ένα αποτέλεσμα που θα εμφανίζει τις δυνάμεις που υποστηρίζουν την συμφωνία να πλειοψηφούν καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ θα ρυμουλκήσει ένα σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων σε αυτή την πλευρά. Αλλά και στο μέρος εκείνο των ψηφοφόρων που θα ψηφίσει διαφορετικά θα πρέπει να συνυπολογιστεί πως ένα τμήμα του θα ψηφίσει τα κόμματα της αριστεράς και ένα άλλο την Χρυσή Αυγή, τον Λεβέντη και άλλους. Και αυτό είναι κάτι που το γνωρίζουν οι δυνάμεις που διεκδικούν αυτό το 62% (ή μήπως όχι;).
Για να ξαναγυρίσουμε λοιπόν στο ερώτημα που τέθηκε, είναι σαφές ότι ο Λαφαζάνης και λοιποί δεν πρόκειται να τεθούν καν μπροστά στο δίλημμα τού «αν χρειαστεί» να φύγουμε από την ΟΝΕ ή όχι. Εκ του ασφαλούς λοιπόν μπορούν να αμολάνε ό,τι θέλουν. Αλλά ακόμη και μ’ αυτούς τους όρους υπάρχουν δύο ζητήματα. Πρώτο, το ότι δεν αναφέρονται καν στην εκδοχή εξόδου και από ΕΕ. Δεύτερο, στο τι ακριβώς εννοούν όταν λένε «αν χρειαστεί».

Προσεχώς πρόγραμμα

Αλλά ας δούμε λίγο περισσότερο το πώς αντιλαμβάνονται τα ζητήματα και ποιες αντιλήψεις προωθούν αυτές οι δυνάμεις. Όχι βέβαια επειδή μέλλεται να κυβερνήσουν (εκτός κι αν μας «εκπλήξουν» ακόμα μια φορά όσον αφορά τα «ανοίγματα» που είναι ικανές να κάνουν). Το ζήτημα βρίσκεται στις απόψεις που προωθούν τις αντιλήψεις που διαμορφώνουν σ’ έναν κόσμο, την αρνητική επίδραση που έχουν στο κίνημα.
Κοινός τόπος, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι το μεταβατικό πρόγραμμα και ανεξάρτητα από το πώς το διαμορφώνει-διαρθρώνει η κάθε πλευρά. Το βασικό είναι πως είτε στην πιο «ήπια» είτε στην «αντικαπιταλιστική» του εκδοχή προϋποθέτουν την «ανοχή» του συστήματος.
Λέει λ.χ. ο Λαφαζάνης «έξω από την Ευρωζώνη υπάρχουν ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες δεν είναι αντικαπιταλιστικές και οι οποίες στέκονται όρθιες και προχωρούν θετικά… Αν χρειαστεί θα ακολουθήσουμε πορεία εξόδου από την Ευρωζώνη με ένα σχεδιασμένο τρόπο και ένα προοδευτικό πρόγραμμα». Ο κ. Λαφαζάνης κάνει πως δεν αντιλαμβάνεται (εκτός κι αν όντως δεν έχει ιδέα) πως άλλα προβλήματα αντιμετωπίζει μια χώρα που όντας μέσα στην ΟΝΕ έχει αντίστοιχα διαρθρωμένες τις οικονομικές και το σύνολο των σχέσεών της, εσωτερικών και διεθνών, και άλλα μια χώρα που όντας εκτός ΟΝΕ έχει διαμορφωμένες τις αντίστοιχες σχέσεις σε μια άλλη βάση.
Ας δούμε ωστόσο και το πώς αντιλαμβάνεται αυτό το πρόγραμμα. «Τους βασικούς άξονες της οικονομικής πολιτικής τούς ανέφερα ήδη … Χρειάζεται βέβαια ένα αναλυτικότερο οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα. Σε πρώτη φάση ένα τέτοιο πρόγραμμα θα κατατεθεί τις επόμενες μέρες με την διακήρυξη της Λαϊκής Ενότητας και βεβαίως θα συνεχίσουμε την παρουσίαση επιμέρους οικονομικών πλευρών του προγράμματός μας τις επόμενες μέρες».
Το πρόγραμμα λοιπόν θα μας το ανακοινώσει οσονούπω. Κι άμα δεν προκάνει, ας όψεται ο Τσίπρας που επέσπευσε τις εκλογές. Μόνο που οι μεθοδεύσεις του Τσίπρα είναι ένα ζήτημα και ένα άλλο αυτό που τίθεται εδώ.
Ο κ. Λαφαζάνης υπήρξε ηγετικό στέλεχος μιας πολιτικής δύναμης που εδώ και καιρό προσανατολιζόταν στην διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Ταυτόχρονα ηγούταν μιας τάσης με καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και των προβλέψεών της. Όταν λοιπόν ο Τσίπρας μετά από τρεις μήνες στην πρωθυπουργία δηλώνει πως μόλις τότε αντιλήφθηκε το μέγεθος και την κρισιμότητα των προβλημάτων που αντιμετώπιζε η χώρα, αυτό που μας δείχνει δεν είναι μόνο το σε ποιους αιθέρες ίπτατο ο ίδιος αλλά συνολικά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό είναι η μια όψη του ζητήματος. Η άλλη και πιο ουσιαστική βρίσκεται στο πολιτικό υπόβαθρο που εξέθρεψε αυτές τις πτητικές τάσεις.
Βρίσκεται στο ότι η εκδοχή της ρήξης βρισκόταν έξω από τις προβλέψεις τους, στο ότι πίστευαν ότι μέσες άκρες θα τα βρίσκανε με τους «θεσμούς» σε μια ευπρόσωπη βάση. Σ’ αυτή την λογική κινούνταν και στην ίδια το ζήτημα της προετοιμασίας δεν τους απασχολούσε καν. Έτσι μόνο από ένα σημείο και μετά άρχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας διάφορα προγραμματικά πονήματα που το ένα συναγωνίζονταν το άλλο σε ανοησίες.

Σχεδιασμοί επί χάρτου

Στην ίδια λογική συνεχίζουν να διατυπώνονται και στις μέρες μας από πολλούς και διάφορους φωστήρες προγράμματα στα οποία όλοι οι σχεδιασμοί οι προδιαγραφές, οι προβλέψεις προϋποθέτουν την ανοχή -το λιγότερο- του συστήματος ή και τη χρήση των μηχανισμών του εσωτερικών και διεθνών! Άσε πια τη στήριξη που φαντασιώνονται πως θα βρουν σε Ρωσίες, Κίνες κ.λπ. Και εκείνο στο οποίο κανείς αδυνατεί να πει το οτιδήποτε είναι οι «εκτιμήσεις» ότι η ομαλοποίηση της κατάστασης και η επαναφορά σε τροχιά ανάπτυξης είναι ζήτημα μερικών εβδομάδων άντε το πολύ κάποιων μηνών.
Αλλά πριν προχωρήσουμε, ας ξεκαθαρίσουμε ένα ζήτημα και μόνο προς αποφυγή παρανοήσεων. Είναι νομίζουμε σαφές για τον καθένα πως άλλο πράγμα είναι η εκδοχή μιας συμπεφωνημένης εξόδου από την ΟΝΕ, όπως περίπου αυτή που αποδόθηκε σε σχέδιο του Σόιμπλε και άλλο αυτή που θα πραγματοποιούνταν με όρους ρήξης.
Και όσον αφορά την πρώτη να σημειώσουμε μόνο ότι θα συνοδεύονταν με όρους ανάλογους των μνημονιακών. Εδώ πάντως αναφερόμαστε βασικά στην δεύτερη εκδοχή. Της πραγματικής ρήξης. Όλοι όσοι αναφέρονται σ’ αυτήν κάνουν πως δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτή σημαίνει αλλά και προϋποθέτει κάποια πράγματα. Πρώτο και κυριότερο ότι σημαίνει αναμέτρηση. Ότι σημαίνει ότι η αναδιάρθρωση, ανασυγκρότηση της οικονομίας, της κοινωνίας, της χώρας θα πραγματοποιείται σε εχθρικό περιβάλλον. Ότι θα υπάρχουν και εσωτερικές σοβαρές αντιδράσεις της αστικής τάξης και των μηχανισμών της. Ότι ο χρόνος που θα απαιτηθεί δεν έχει καμιά σχέση με προβλέψεις του αέρος.
Ότι όλα αυτά προϋποθέτουν μια άλλη προετοιμασία και συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων, ένα άλλο επίπεδο κινήματος.

«Εδώ και τώρα»

Ορισμένοι κάπως αντιλαμβάνονται την σαθρότητα του εδάφους πάνω στο οποίο κινούνται και επιχειρούν κάποιες βελτιώσεις. Αναφέρονται στην έλλειψη ενημέρωσης του λαού και προετοιμασίας του. Τώρα στη βάση ποιων καιροσκοπικών εκλογικίστικων υπολογισμών απέφυγαν την ενημέρωση έστω του κόσμου, δεν πρόκειται να μας το πουν. Όσο για την πραγματική και ουσιαστική προετοιμασία του λαού, ούτε την ήθελαν, ούτε την μπορούσαν, ενώ είναι ζήτημα αν το αντιλαμβάνονται το τι σημαίνει και ποιες προϋποθέσεις και απαιτήσεις θέτει.
Αλλά και σήμερα που υποτίθεται κάτι δείξαν οι εξελίξεις σε ορισμένους, κάνουν κι αυτοί ένα βήμα μπροστά και δύο βήματα πίσω.
Γράφουν λ.χ. στην «Κοινή δήλωση πολιτικών οργανώσεων και συλλογικοτήτων»: «Απαιτούνται θαρραλέα βήματα στην συγκρότηση ενός άλλου ταξικά συγκροτημένου εργατικού κινήματος».
Συμπληρώνει σε κείμενό του ο Π. Σωτήρης (ΑΡΑΝ): «Κομβική πλευρά αυτής της διαδικασίας … και η ύπαρξη ενός ρωμαλέου και αυτόνομου λαϊκού κινήματος».
Ο Γ. Ελαφρός του ΝΑΡ προχωράει ακόμη περισσότερο. «Αποδείχτηκε τραγικά με την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πως η επιβολή ρωγμών και η νίκη απέναντι στο κεφάλαιο και την εξουσία απαιτεί ανώτερα όπλα. Οργανωμένο λαό στηριγμένο σε ένα ταξικά ανασυγκροτημένο λαϊκό εργατικό κίνημα. Ισχυρή μετωπική ανατρεπτική αριστερά εξοπλισμένη με το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα. Και σύγχρονο κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης για να μπει η στρατηγική στο τιμόνι και να αναπτυχθεί η επαναστατική τακτική».
Και όσον αφορά την αναγκαιότητα αυτών των «ανώτερων όπλων», αυτό είναι κάτι που από τη μεριά μας όχι μόνο το υποστηρίζαμε εδώ και πολλά χρόνια αλλά και αντιμετωπίζαμε έως και ειρωνείες από την πλευρά πολλών που σήμερα ανακαλύπτουν την Αμερική. Όσο για -το σοβαρό- ζήτημα του πώς αντιλαμβάνονται την διαμόρφωση αυτών των όπλων θα περιοριστούμε εδώ σε ένα μικρό ερώτημα. Για πότε με το καλό και με ποιο τρόπο λογαριάζουν την απόκτηση αυτών των όπλων. Θα πάρουμε τις πολιτικές μας αποφάσεις και θα διαμορφωθούν, θα κάνουμε τις διακηρύξεις μας και θα συγκροτηθούν ή θα τα παραγγείλουμε έτοιμα κάπου;
Μια απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δίνει ένα σημείο της κριτικής που ασκεί στο ΚΚΕ η «Κοινή δήλωση πολιτικών οργανώσεων και συλλογικοτήτων» και κατά την οποία το ΚΚΕ «αρνείται την ανάγκη ρήξης εδώ και τώρα». Σ’ αυτό το «εδώ και τώρα» που χρόνια τώρα το κοπανάνε όλες αυτές οι δυνάμεις συμπυκνώνεται η ουσία της αντίληψής τους. Ακριβώς επειδή αυτό σημαίνει ορισμένα πράγματα. Σημαίνει πολύ απλά ότι μια μάχη -εδώ και τώρα- μπορεί κανείς να τη δώσει μόνο με τις δυνάμεις που διαθέτει εδώ και τώρα και όχι με εκείνες που ίσως αποκτήσει σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον. Θα την δώσει με το συγκεκριμένο εργατικό κίνημα, τα συγκεκριμένα κόμματα, το συγκεκριμένο επίπεδο λαϊκού κινήματος, το συγκεκριμένο επίπεδο συνειδητοποίησης και συγκρότησης των λαϊκών μαζών, με όλα αυτά που υφίστανται εδώ και τώρα.
Στην πραγματικότητα συνεχίζοντας να πολιτεύονται με μια τέτοια λογική ακυρώνουν τα όσα λεν για την αναγκαιότητα «ανώτερων όπλων» κ.λπ. και για τον απλούστατο λόγο ότι αυτά δεν μπορούν να αποκτηθούν «εδώ και τώρα» και με καμιά μαγική συνταγή.

Σημειώσεις για το ζήτημα της εξουσίας

Με ανάλογο τρόπο ακυρώνουν και τις «διορθώσεις» που επιχειρούν στην άποψή τους για το ζήτημα της εξουσίας όπου αναγνωρίζουν ότι η ανάδειξη στην κυβέρνηση δεν σημαίνει και κατάληψη της πραγματικής εξουσίας. Το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ κατέδειξε και με τον πιο παταγώδη τρόπο το πόσο σαθρές είναι ορισμένες απόψεις και είναι πολύ πρόσφατο για να μπορεί να παρακαμφθεί. Μόνο που δεν μπορούν να ξεφύγουν από εκείνα που αποτελούν βασικά στοιχεία της αντίληψής τους.
Τα μεταβατικά προγράμματα τα οποία όλοι τους συνεχίζουν να εκπονούν, προωθούν και προτείνουν αποτελούν βασική έκφραση αυτής της αντίληψης. Μιας αντίληψης στη βάση της οποίας αυτά τα προγράμματα προορίζονται να υλοποιηθούν (ολικώς ή μερικώς) στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος και χωρίς να έχει λυθεί το ζήτημα της εξουσίας. Χαρακτηριστική η άποψη του Π. Σωτήρη που θεωρεί την «έξοδο από το Ευρώ σαν αφετηρία κοινωνικού μετασχηματισμού…», ο οποίος μέσα από μια πορεία φτάνει μέχρι και τον σοσιαλισμό. Ανάλογες απόψεις εκφράζονται και σε σειρά άλλων τοποθετήσεων. Αποτελούν εκφράσεις μιας αντίληψης στη βάση της οποίας η ανάδειξη στην κυβέρνηση και ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται το κίνημα μπορεί να αποτελέσει τον καταλυτικό παράγοντα που θα δρομολογήσει εξελίξεις και ανατροπές. Στην ενεργοποίηση, συγκρότηση του λαϊκού παράγοντα, στην άλωση τομέων-κλειδιών στην οικονομία, τον κρατικό μηχανισμό κ.λπ. Γενικότερα στην διαμόρφωση συνθηκών «δυαδικής εξουσίας» και την δημιουργία όρων που θα κάνουν εφικτή την υπέρβαση και θα οδηγήσουν στην αντικαπιταλιστική ανατροπή. Αλλά ας σταματήσουμε εδώ μια και στο ζήτημα αυτό έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα και αναλυτικά.

Για το ζήτημα της Αριστεράς

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται από όλες τις πλευρές στο ζήτημα της Αριστεράς.
Στην «Κοινή δήλωση πολιτικών οργανώσεων και συλλογικοτήτων» που προαναφέρθηκε γράφεται: «Οι συγκλονιστικές εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος κάνουν επιτακτικά τα αναγκαία βήματα για μια άλλη Αριστερά». Ή ακόμη: «Οι δυνάμεις που υπογράφουν αυτό το κείμενο θα συμβάλλουν για μια μετωπική Αριστερά που θα παλέψει για πρόγραμμα ρήξης …» κ.λπ. Ανάλογες απόψεις εκφράζονται και σε σειρά άλλων παρεμβάσεων όπου αναδεικνύεται και μια άλλη πλευρά. Αυτής που συνδέεται με την εκτίμηση για τους συσχετισμούς που διαμορφώνονται και τα περιθώρια που αφήνουν τουλάχιστον για το προσεχές διάστημα. Την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας Αριστεράς ως αντιπολίτευσης, ως αναγκαίου αριστερού πόλου απέναντι στην πολιτική που αναμένεται να προωθηθεί.
Εδώ και προς αποφυγή παρανοήσεων, να ξεκαθαρίσουμε κατ’ αρχάς ένα ζήτημα. Απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική, απέναντι στην επίθεση που δέχεται ο εργαζόμενος λαός παραμένει επιτακτική η αναγκαιότητα διαμόρφωσης, συγκρότησης, ανάπτυξης ενός Μετώπου Αντίστασης Διεκδίκησης και Πάλης. Αυτό αποτελεί θέση μας και η οποία έχει τις αφετηρίες της πολύ πριν την περίοδο των μνημονίων και συνεχίζει να προσδιορίζει την κατεύθυνση της πάλης μας. Το πώς αντιμετωπίζεται ωστόσο το ζήτημα της Αριστεράς, πώς το αντιλαμβάνεται ο καθένας που στοχεύει και ποιες σκοπιμότητες υπηρετεί είναι ένα άλλο ζήτημα.
Αν δούμε από «πιο κοντά» τις αναφορές στην Αριστερά και ιδιαίτερα αυτές που με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα γίνονται στην λεγόμενη μνημονιακή περίοδο θα διαπιστώσουμε ορισμένα πράγματα. Αυτό που θα δούμε είναι ότι στο σύνολό τους έχουν σαν πεδίο αναφοράς την ΕΑΜική παράδοση, την περίοδο μετά το 1950 και επόμενα. Έχει μια ορισμένη σημασία το ότι στο σύνολό τους σχεδόν αυτές οι δυνάμεις είναι οι ίδιες που σ’ όλο το προηγούμενο διάστημα αναφέρονταν απαξιωτικά έως και με περιφρόνηση σ’ αυτή την παράδοση. Γι’ αυτό -αλλά όχι μόνο γι’ αυτό- δεν θέλουν και δεν μπορούν να κατανοήσουν-αποδεχτούν αυτό που έχει συντελεστεί. Το ότι αυτή η Αριστερά και με τα χαρακτηριστικά που είχε διαμορφώσει δεν υπάρχει πλέον. Ας εξηγηθώ.
Η Αριστερά τόσο στη χώρα μας όσο και παγκόσμια στον 20ο αιώνα διαμόρφωσε τα χαρακτηριστικά της, τις αντιλήψεις, τις τάσεις, τον ρόλο της στη βάση συγκεκριμένων παραγόντων.
Την επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης, της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση, της πάλης ενάντια στο ναζισμό, της ορμητικής ανόδου του εργατικού κινήματος και συνολικά της πάλης των λαών. Είχε σοσιαλιστική αναφορά και προσανατολισμό και στα πλαίσιά της ήταν καθοριστικός-ηγετικός ο ρόλος των κομμουνιστικών κομμάτων. Ένας ρόλος που εδράζονταν στη σχέση τους με μια συγκροτημένη μάχιμη εργατική τάξη και η οποία αποτελούσε τον κορμό ισχύος των λαϊκών δυνάμεων.
Αυτή η σχέση πραγμάτων και με κομβικό σημείο το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956) και την 6η Ολομέλεια του ΚΚΕ όσον αφορά τη χώρα μας, μπαίνει σε μια τροχιά διαφοροποίησης και ανατροπής της. Θα μας έβγαζε έξω από τα όρια αυτού του κειμένου μια αναλυτική αναφορά σ’ όλη αυτή την πορεία. Θα περιοριστούμε σε ορισμένες βασικές επισημάνσεις.
Η κυριάρχηση των ρεβιζιονιστικών ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών απόψεων, η πολιτική της ταξικής συνεργασίας ανοίγει μια πορεία αποσυγκρότησης της εργατικής τάξης, μετάλλαξης των κομμουνιστικών κομμάτων, διάλυσης των μετώπων πάλης των λαών, εκφυλισμού συνολικά της Αριστεράς. Η πάλη του ΚΚ Κίνας, του ΚΕ Αλβανίας, του μ-λ κινήματος και η ΜΠΠΕ στην Κίνα δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν αυτή την αρνητική εξέλιξη. Έτσι από το ειρηνικό πέρασμα οδηγούμαστε στον «ιστορικό συμβιβασμό» για να φτάσουμε μετά τις ανατροπές του 1989-1991 στο να ανακηρυχθεί ως «σύγχρονη Αριστερά» αυτή που εκπροσωπούνταν από τους Κλίντον, Μπλερ, Ζοσπαίν, Σρέντερ και …Σημίτη. Έκφραση αυτού του εκφυλισμού υπήρξε το επαίσχυντο φαινόμενο όπου το μεγαλύτερο μέρος της Ευρωπαϊκής «Αριστεράς» (αλλά και στη χώρα μας) να υποστηρίζει τους «ειρηνικούς» βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας και κάποιοι να αναζητούν άλλοθι στις «ίσες αποστάσεις».
Η όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, η κλιμάκωση της επίθεσης ενάντια στις εργαζόμενες μάζες, η διεύρυνσή της στα μεσοστρώματα οδηγούν σε διαφοροποιήσεις.
Εμφανίζεται η τάση «διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας με κινηματική στήριξη», ενώ το ΚΚΕ από την άλλη πλευρά αναζητά την δική του ταυτότητα ύπαρξης στις συνθήκες που διαμόρφωσε η κατάρρευση του πεδίου αναφοράς του.
Η ουσία του πράγματος ωστόσο δεν αλλάζει. Σ’ αυτό που εμφανίζεται ως Αριστερά συνεχίζουν να κυριαρχούν ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές αντιλήψεις. Συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από την αποσύνδεσή της με την εργατική τάξη (τόσο οργανωτικά όσο και κυρίως πολιτικά), την απουσία Εργατικού Επαναστατικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ενώ η επανεμφάνιση αναφορών στην σοσιαλιστική προοπτική (που είχαν «εξαφανιστεί» σε πολλούς και για μεγάλο διάστημα) είναι απλώς για το θεαθήναι.
Την έκφραση αυτών των δεδομένων την είδαμε και στο διάστημα της λεγόμενης μνημονιακής περιόδου, την είδαμε στις «πλατείες», την είδαμε να εκφράζεται (σε συνδυασμό και με την «αναχώρηση» του ΚΚΕ από την άλλη) στην ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε εκπρόσωπο-εκφραστή της σύνολης Αριστεράς και τελικά στην εκλογική του νίκη.
Η παταγώδης αποτυχία αυτής της κατεύθυνσης, τα αρνητικά της αποτελέσματα, η-αναμενόμενη- μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα στην ουσία όσον αφορά τις αντιλήψεις, απόψεις, διαθέσεις, την πολιτική αυτής της Αριστεράς.

Πού βρίσκονται οι απαντήσεις

Και για να θέσω το ζήτημα και με έναν διαφορετικό τρόπο. Αυτό που είχαμε ήταν ένα πολύμορφο μεν αλλά ενιαίο ως προς την πολιτική ουσία του πράγματος μικροαστικού χαρακτήρα ρεύμα. Ένα ρεύμα που διογκώθηκε με βάση δύο κυρίως παράγοντες. Την διεύρυνση της επίθεσης στα μικροαστικά στρώματα. Την αδυναμία ύπαρξης μιας εργατικής κομμουνιστικής παρέμβασης και στην κλίμακα που να μπορεί να αναστρέψει την ροπή των εξελίξεων. Έτσι είχαμε την ανάδειξη αυτού του ρεύματος σε ηγετική δύναμη και έκφραση της σύνολης Αριστεράς και με εκπρόσωπό της τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και όπως προαναφέρθηκε δείχνει σαν να μην άλλαξε τίποτα το ουσιαστικό στην αντίληψη εκείνων των δυνάμεων που αισθάνονται «προδομένες» από αυτή την μετάλλαξη.
Αυτό που διεκδικούν είναι να «κληρονομήσουν» την ηγεμόνευση σε ό,τι μείνει από αυτό το ρεύμα, σ’ αυτό που κατά τις αντιλήψεις τους θεωρούν Αριστερά και μέσα απ’ αυτό το πλασάρισμά τους στην κεντρική πολιτική σκηνή. Από την άλλη μεριά, η ηγεσία του ΚΚΕ επιμένοντας στην πολιτική της αυτοπεριχαράκωσης και του αυτοπεριορισμού αναλώνεται σε μπακάλικους λογαριασμούς για το τι μπορεί να της αποφέρει εκλογικά η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ.
Το πρόβλημα παραμένει ως είχε. Αυτό που εμφανίζεται σήμερα ως σύνολη Αριστερά με βάση τα ιδεολογικά και πολιτικά της χαρακτηριστικά, που κουβαλάει τις αντιλήψεις και νοοτροπίες με τις οποίες έχει εμποτισθεί εδώ και δεκαετίες ούτε θέλει ούτε και μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών. Ταυτόχρονα ούτε και μπορεί να αλλάξει αφ’ εαυτής, να πάρει τα χαρακτηριστικά με τα οποία θέλουν να την εμφανίζουν ορισμένες πλευρές.
Το κίνημα δεν έχει να περιμένει τίποτα από την ανακύκλωση φθαρμένων υλικών. Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι στα πλαίσια της δεν υπάρχει ένας κόσμος που προβληματίζεται, που αγωνιά, που προσφέρει, που μάχεται.
Αυτό σημαίνει ότι το ζήτημα μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο στη βάση των απαιτήσεων που θέτει. Ότι η απάντηση στο ζήτημα της Αριστεράς, δηλαδή του κινήματος, συναρτάται καθοριστικά με την πορεία της «εκ νέου» συγκρότησης της εργατικής τάξης σε «τάξη για τον εαυτό της». Με την πορεία συνολικά της ανασύστασης, ανασυγκρότησης του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος και στη βάση των απαιτήσεων της εποχής μας. Συνδέεται με την ανάπτυξη της αντίστασης, της διεκδίκησης, της πάλης στα πλαίσια της οποίας μπορούν να συναντηθούν και να συνενωθούν ο κόσμος που μάχεται, οι κομμουνιστές που δεν ενδίδουν σε εύκολες απαντήσεις με τους νέους πρωτοπόρους αγωνιστές που θα αναδείχνονται μέσα από αυτή την πάλη. Μόνο σε μια τέτοια κατεύθυνση και μόνο σε μια τέτοια βάση μπορούν να αρχίσουν να δίνονται απαντήσεις τόσο στα άμεσα προβλήματα του λαού όσο και στο να δημιουργούνται όροι και προϋποθέσεις για να τεθούν στην ημερήσια διάταξη και οι ευρύτεροι στόχοι του κινήματος.

Βασίλης Σαμαράς

Αναζήτηση
10η Συνδιάσκεψη
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr